Ασφαλιστικοί Όροι

Α

Άδικη Πράξη ή Αδικοπραξία (Tort)

Οποιαδήποτε ανθρώπινη συμπεριφορά σε βάρος άλλου προσώπου, που αντίκειται στο υφιστάμενο δίκαιο του τόπου που αυτή εκδηλώνεται. Οφείλεται σε υπαιτιότητα εκούσια (δόλος) ή ακούσια (αμέλεια). Οι καλύψεις Νομικής Προστασίας και Ποινικής Νομικής Προστασίας παρέχονται με σκοπό την υπεράσπιση έναντι μηνύσεων απορρεουσών από ακούσιες αδικοπραξίες.

Αίτηση ή Πρόταση Ασφάλισης (Proposal)

Η γραπτή ή προφορική πρόταση του υποψηφίου ασφαλιζόμενου για τον κίνδυνο που επιθυμεί να ασφαλίσει. Ο υποψήφιος ασφαλιζόμενος συμπληρώνει γραπτή αίτηση σε ειδικό έντυπο του ασφαλιστικού συνεργάτη η οποία υπογράφεται από τον ίδιο. Εάν η πρόταση γίνει αποδεκτή από τον ασφαλιστικό συνεργάτη, συνάπτεται η ασφαλιστική σύμβαση.

Άκυρο/η (Void)

Ασφαλιστική σύμβαση η οποία, για κάποιο λόγο που καθορίζεται στο ασφαλιστήριο, απαλλάσσεται από κάθε νομική ισχύ. Αναφέρεται σε εκείνες τις περιπτώσεις συμβολαίων που κηρύσσονται άκυρες από την ημερομηνία έναρξης ισχύος. Ένα παράδειγμα, σύμφωνα με το οποίο θα μπορούσε να ακυρωθεί μια ασφαλιστική σύμβαση από την ημερομηνία ενάρξεως, είναι όταν οι πληροφορίες που παρείχε ο αιτών κατά την σύναψη της ασφάλισης αποδεικνύονται αναληθείς.

Ακύρωση (Cancellation)

Η διακοπή του συμβολαίου κατόπιν έγγραφης αιτήσεως του ασφαλισμένου ή μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του που απορρέουν από την ασφαλιστική σύμβαση. Μπορεί να είναι «ολική» (Flat Rate), δηλαδή να λάβει χώρα εντός των πρώτων πέντε (5) ημερών από την ημερομηνία ενάρξεως ή «μερική» (Partial) η οποία λαμβάνει χώρα μετά το πέρας της πέμπτης ημέρας από την ημερομηνία ενάρξεως.

Αλλοδαπή Ασφαλιστική Εταιρεία (Alien or Foreign Insurance Company)

Ασφαλιστική εταιρεία που είναι αδειοδοτημένη, έχει υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες και διέπεται από τους νόμους μιας ξένης δικαιοδοσίας ή χώρας.

Αμέλεια (Negligence)

Νομικός όρος που αναφέρεται στην έλλειψη του κατάλληλου βαθμού προσοχής την οποία θα επεδείκνυε υπό δεδομένες συνθήκες ένα πρόσωπο μέσου επιπέδου σωφροσύνης.

Αναγγελία Ζημίας (Damage Announcement)

Η ενημέρωση του λήπτη της ασφάλισης προς την ασφαλιστική του επιχείρηση ότι επήλθε η ασφαλιστική περίπτωση.

Αναλογία Ζημίας (Loss Ratio)

Αναλογική σχέση υφισταμένων ζημιών προς δεδουλευμένα ασφάλιστρα εκφραζόμενη ως ποσοστό. Αναφέρεται στο σύνολο των υφισταμένων ζημιών μιας ασφαλιστικής εταιρείας συν τα έξοδα προσαρμογής διαιρούμενα με το σύνολο των δεδουλευμένων ασφαλίστρων.

Αναλογικός Όρος ή Κανόνας (Average Clause or Average Contribution)

Εφαρμόζεται στην περίπτωση της υπασφάλισης, δηλαδή, στις περιπτώσεις αποζημιώσεων που οι αξίες των περιουσιακών στοιχείων δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές. Σε περίπτωση επέλευσης της ζημίας, η αποζημίωση θα είναι αναλογική, δηλαδή ποσοστό αντίστοιχο με το ποσοστό στο οποίο είναι ασφαλισμένος ο κίνδυνος. Αν π.χ. ένα αυτοκίνητο είναι ασφαλισμένο για το 60% της αξίας του (είναι δηλαδή υπασφαλισμένο), τότε σε περίπτωση ζημίας θα αποζημιωθεί αναλογικά, δηλαδή για το 60% της ζημίας που υπέστη. Ο αναλογικός κανόνας στις ασφαλίσεις ζημιών μπορεί να καμφθεί όταν υπάρχει ειδική συμφωνία η οποία ονομάζεται «ασφάλιση σε πρώτο κίνδυνο».

Αναλογιστής (Actuary)

Καθορίζει την χρηματική αξία των υποχρεώσεων στην περίπτωση που θα λάβει χώρα κάποιο συμβάν. Υπολογίζει τους ασφαλιστικούς κινδύνους και τα ασφάλιστρα καθώς και το ποσό των απαιτουμένων αποθεμάτων προς καταβολή των ζημιών.

Ανανέωση (Renewal)

Η ανανέωση της ασφαλιστικής σύμβασης μεταξύ του ασφαλιστή (συμβαλλομένου) και του λήπτη της ασφάλισης (αντισυμβαλλομένου), εφόσον δεν έχει ακυρωθεί από την ασφαλιστική εταιρεία ή τον αντισυμβαλλόμενο η άμεσα προτέρα ασφαλιστική σύμβαση.

Αντασφάλιση (Reinsurance)

Η εκχώρηση μέρους των ασφαλιστικών κινδύνων εκ μέρους του ασφαλιστή σε άλλον ασφαλιστή ή αντασφαλιστή ή πιο απλά η ασφάλιση μέρους του κινδύνου που αναλαμβάνει ένας εξειδικευμένος ασφαλιστής ο οποίος ονομάζεται αντασφαλιστής με σκοπό την διασπορά των κινδύνων βάσει προκαθορισμένων όρων ή υπαρχουσών συμβάσεων. Με την αντασφάλιση επιτυγχάνεται ο κατακερματισμός του κινδύνου σε μικρότερα τμήματα και η ανάληψή τους από άλλες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.

Αντικείμενο Ασφάλισης (Object Insured)

Οποιαδήποτε περιουσία (π.χ. αυτοκίνητο, σκάφος) ή οποιοδήποτε γεγονός, η επέλευση του οποίου, προκαλεί την δημιουργία ή την απώλεια νομικού δικαιώματος του ασφαλισμένου.

Αντικλεπτικό Σύστημα (Anti-Theft Device)

Συσκευή σχεδιασμένη για την μείωση της πιθανότητας βανδαλισμού ή κλοπής. Παραδείγματα περιλαμβάνουν συναγερμούς αυτοκινήτων, ανιχνευτές κίνησης, disablers μίζας, μέρη του οχήματος χαραγμένα με τον αναγνωριστικό αριθμό οχήματος καθώς και συστήματα ανάκτησης.

Αντισυμβαλλόμενος ή Λήπτης της Ασφάλισης (Counterparty or Insurance Recipient)

Εκείνο το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο συμβάλλεται με την εταιρεία και αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την ασφαλιστική σύμβαση και την καταβολή του ασφαλίστρου. Ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να είναι και ασφαλισμένος και δικαιούχος. Ο λήπτης της ασφάλισης μπορεί να λειτουργεί για δικό του λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτου.

Ανώτατο Όριο Αστικής Ευθύνης Σωματικών Βλαβών Τρίτων Ανά Θύμα (Per Person Limit)

Πρόκειται για το ανώτατο όριο βάσει του οποίου είναι υποχρεωμένη η ασφαλιστική εταιρεία να πληρώσει για σωματικές βλάβες απορρέουσες από ένα μεμονωμένο περιστατικό. Σε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα, περιλαμβάνει τις σωματικές βλάβες «ανά θύμα» που υπέστησαν, μεμονωμένα, όλα τα εμπλεκόμενα μέρη στο συγκεκριμένο συμβάν.

Ανώτατο Όριο Αστικής Ευθύνης Σωματικών Βλαβών Τρίτων Ανά Συμβάν (Per Occurence Limit)

Πρόκειται για το ανώτατο όριο βάσει του οποίου είναι υποχρεωμένη η ασφαλιστική εταιρεία να πληρώσει για αξιώσεις (ζημίες) απορρέουσες από ένα μεμονωμένο περιστατικό. Σε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα, περιλαμβάνει τις σωματικές βλάβες «ανά συμβάν» που υπέστησαν, μεμονωμένα, όλα τα εμπλεκόμενα μέρη.

Αξίωση Τρίτων (Third Party Claim)

Αξίωση ή απαίτηση για τραυματισμό ή ζημία σε περιουσία τρίτου προκληθείσα εκ μέρους του ασφαλισμένου.

Απαλλαγή ή Εκπιπτόμενο Ποσό (Deductible or Deductible Amount)

Το ποσό συμμετοχής του ασφαλισμένου στην αποζημίωση. Σε περίπτωση που το ποσό της ζημίας υπερβαίνει το ποσό της απαλλαγής, η ασφαλιστική εταιρεία καταβάλλει την διαφορά τους. Το ύψος της απαλλαγής συμφωνείται κατά την σύναψη της ασφάλισης.

Απελευθέρωση (Release)

Νομικά δεσμευτική σύμβαση κατά την οποία όλες οι δηλωθείσες υποχρεώσεις του παρελθόντος, του παρόντος ή του μέλλοντος που προκύπτουν από ένα συγκεκριμένο ατύχημα ή συμβάν έχουν εκπληρωθεί.

Απόθεμα (Reserve)

Η παρούσα αξία μελλοντικών ζημιών μείον την παρούσα αξία μελλοντικών ασφαλίστρων. Δημιουργείται για εκκρεμείς ή μελλοντικές απαιτήσεις ή άλλους κινδύνους.

Απόθεμα Εκκρεμών Ζημιών (Reserve for Outstanding Losses)

Απόθεμα που δημιουργείται για να αντιμετωπιστούν οι υποχρεώσεις της εταιρείας έναντι εκείνων των ζημιών που παραμένουν σε εκκρεμότητα κατά το κλείσιμο κάθε οικονομικής χρήσεως, αναμένοντας την διαδικασία ολοκλήρωσης του διακανονισμού.

Απόθεμα Μη Δεδουλευμένων Ασφαλίστρων (Unearned Premium Reserve)

Απόθεμα που δημιουργείται για να καλύψει τις απαιτήσεις που μπορεί να προκύψουν στο μέλλον από ασφαλίσεις που δεν έχουν λήξει ακόμα.

Απόσβεση (Depreciation)

Η μείωση της αξίας του οχήματος λόγω φθοράς κατά τον χρόνο. Σε γενικές γραμμές, η απόσβεση δεν είναι ασφαλιστέα απώλεια.

Αποσιώπηση (Non-Disclosure)

Η μη αποκάλυψη ή η απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων που σχετίζονται με τους προς ασφάλιση κινδύνους.

Αστική Ευθύνη Έναντι Τρίτων [(Motor Third Party Liability (MTPL)]

Υποχρεωτική κάλυψη για όλα τα οχήματα, βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας. Αποζημιώνονται τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που έχουν υποστεί ζημία σε ένα περιστατικό που ευθύνεται το ασφαλισμένο όχημα (βάσει του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας).

Ασφάλιση (Insurance)

Σύστημα στο οποίο ομάδες ανθρώπων με παρόμοιες πιθανότητες να υποστούν απώλεια ή ζημία, μεταβιβάζουν τον κίνδυνο απώλειας στην ασφαλιστική εταιρεία, η οποία εν συνεχεία απορροφά τον κίνδυνο πολλών ατόμων ταυτόχρονα. Σε αντάλλαγμα για την καταβολή του ασφαλίστρου, η ασφαλιστική εταιρεία υπόσχεται την καταβολή αποζημίωσης σε εκείνα τα άτομα ή τις οντότητες που υπέστησαν ζημία ή απώλεια.

Ασφάλιση Αστικής Ευθύνης Επαγγελματία (Professional Liability or Indemnity Insurance)

Η αστική ευθύνη ενός επαγγελματία ή μιας επιχείρησης για λάθη ή παραλήψεις κατά την εκτέλεση της επαγγελματικής τους δραστηριότητας.

Ασφάλιση Κατά Παντός Κινδύνου (All Risks Insurance)

Ασφαλιστική κάλυψη γενικών τυχαίων γεγονότων, παρόλο που δεν είναι αναπόφευκτα, όπως η φθορά και η απόσβεση.

Ασφάλιση Σε Αξία Αποκατάστασης (Replacement Cost Insurance)

Ο ασφαλιστής οφείλει να επαναφέρει τον ασφαλισμένο στην οικονομική θέση που βρισκόταν πριν την επέλευση του κινδύνου. Αναφέρεται στην ασφάλιση περιουσίας για το κόστος αντικατάστασης της, δεδομένου ότι, το ασφαλισμένο ποσό ανταποκρίνεται στην αξία αντικατάστασης.

Ασφάλιση Σε Πρώτο Κίνδυνο (First Loss Insurance)

Παροχή ασφαλιστικής κάλυψης μέχρι του ανωτάτου ορίου πιθανής ζημίας. Η κάλυψη της ζημίας δεν υπερβαίνει το ασφαλιζόμενο όριο. Ο ασφαλιστής καταβάλλει την αποζημίωση όχι ποσοστιαία, μέχρι ένα ανώτατο όριο, το οποίο είναι μικρότερο από την συνολική αξία που βρίσκεται σε κίνδυνο. Η ασφάλιση σε πρώτο κίνδυνο χρησιμοποιείται κυρίως για τους κινδύνους πλημμύρας, θύελλας, καταιγίδας, διαρροής σωληνώσεων, κλοπής και πολύ σπάνια για τον κίνδυνο πυρκαγιάς. Στην ασφάλιση σε πρώτο κίνδυνο, ο ασφαλιστής αποζημιώνει για τη συνολική ζημία, έχοντας πάντα μέγιστο όριο ευθύνης για το ασφαλιστικό ποσό, χωρίς να ελέγχει την τυχούσα υπασφάλιση.

Ασφάλισμα ή Αποζημίωση (Indemnity)

Το ποσό που οφείλει να καταβάλλει η εταιρεία ως υποχρέωση της που προκύπτει από την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου και συνίσταται σε χρηματική παροχή ή σε αυτούσια αποκατάσταση της ζημίας. Η συγκεκριμένη πράξη έχει την πρόθεση της αποκατάστασης ενός ατόμου ή οντότητας και η επαναφορά του στην οικονομική κατάσταση που βρισκόταν προτού την επέλευση της ζημίας. Βλ. «Η Αρχή της Δίκαιης Αποζημίωσης».

Ασφαλισμένο Αυτοκίνητο (Insured Car)

Το αυτοκίνητο που περιγράφεται ρητώς στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο.

Ασφαλισμένο Όχημα (Insured Vehicle)

Το λεπτομερώς περιγραφόμενο στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο όχημα που κινείται επί εδάφους και όχι επί τροχιών, με την βοήθεια μηχανικής δύναμης ή ηλεκτρικής ενέργειας ανεξαρτήτως αριθμού τροχών. Ως αυτοκίνητο θεωρείται και κάθε ρυμουλκούμενο τροχοφόρο προσδεμένο με το κυρίως όχημα ή μη, ως και ποδήλατο με βοηθητικό κινητήρα.

Ασφαλισμένος / Ασφαλιζόμενος (Insured)

Εκείνο το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο αντλεί τα δικαιώματα του από την ασφαλιστική σύμβαση και για χάρη του οποίου συνάπτεται η ασφάλιση.

Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο (Insurance Policy)

Ιδιωτικό συμφωνητικό σε έγγραφη μορφή που κατοχυρώνει την ασφάλιση, περιλαμβάνει τα εξατομικευμένα στοιχεία της ασφάλισης και φέρει την υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας. Νομικά δεσμευτική σύμβαση μεταξύ μιας ασφαλιστικής εταιρείας και ενός αντισυμβαλλομένου.

Ασφαλιστής ή Ασφαλιστική Εταιρεία ή Συμβαλλόμενος (Insurer or Insurance Company or Contracting Party)

Ο ασφαλιστής ή η ασφαλιστική εταιρεία με την οποία συνάπτει ασφαλιστική σύμβαση ο αντισυμβαλλόμενος ή λήπτης της ασφάλισης. Με τα ασφάλιστρα των πολλών, ομαδοποιεί τον κίνδυνο, ελαχιστοποιώντας έτσι το οικονομικό βάρος, παρέχοντας υπηρεσίες ασφάλισης.

Ασφαλιστική Απάτη (Insurance Fraud)

Κάθε διαπραχθείσα εκ προθέσεως πράξη με σκοπό την αποκόμιση ενός δολίου αποτελέσματος από μια διαδικασία ασφάλισης. Αυτό μπορεί να συμβεί όταν ο αιτών επιχειρεί να αποκομίσει κάποιο όφελος που δεν θα μπορούσε με άλλο τρόπο ή όταν η ασφαλιστική εταιρεία αρνείται να αποδώσει κάποια οφειλόμενη αποζημίωση. Περιλαμβάνει την παραποίηση ή την υπερβολή των γεγονότων του ατυχήματος σε μια ασφαλιστική εταιρεία με την πρόθεση της αποκόμισης πληρωμής που διαφορετικά δεν θα γινόταν. Κοινά παραδείγματα ασφαλιστικής απάτης περιλαμβάνουν «οργανωμένα» ατυχήματα και υπερβολικούς τραυματισμούς.

Ασφαλιστική Περίπτωση (Occurrence)

Η πραγματοποίηση ή η επέλευση του ασφαλισμένου κινδύνου που υποχρεώνει τον ασφαλιστή για καταβολή ασφαλίσματος στον ασφαλισμένο προς αποκατάσταση της ζημίας.

Ασφαλιστική Σύμβαση (Insurance Contract)

Η σύμβαση εκείνη με την οποία η εταιρεία αναλαμβάνει, έναντι ασφαλίστρου, την υποχρέωση να καταβάλλει αποζημίωση σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου. Περιλαμβάνει την πρόταση ασφάλισης, το ασφαλιστήριο, τους γενικούς και ειδικούς όρους και τις πρόσθετες πράξεις που εκδίδονται με βάση τις συμφωνηθείσες τροποποιήσεις. Ασφάλιση χωρίς ασφαλιστική σύμβαση δεν υφίσταται.

Ασφαλιστικό Ποσό ή Ασφαλιζόμενο Κεφάλαιο ή Ασφαλιστική Αξία (Sum Insured)

Το ανώτατο όριο αποζημίωσης το οποίο καταβάλλει η εταιρεία σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου και το οποίο αναγράφεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Αφορά μόνο τις ασφαλίσεις κατά των ζημιών αντικειμένων και περιλαμβάνει αυξομειώσεις λόγω παλαιότητας ή υποτίμησης.

Ασφαλιστικό ή Έννομο Συμφέρον (Insurable Interest)

Η οικονομικής φύσεως σχέση που συνδέει ένα πρόσωπο με ένα αγαθό, του ασφαλισμένου με το αντικείμενο ασφάλισης. Υφίσταται όταν ένα άτομο υποστεί οικονομική ζημία ή απώλεια ως αποτέλεσμα υλικών ζημιών ή σωματικών βλαβών. Αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση στην ασφάλιση κατά των ζημιών. Η έννοια δεν περιλαμβάνει συμφέρον το οποίο έρχεται σε αντίθεση προς τα χρηστά ήθη ή παράνομη δραστηριότητα. Ορίζεται ως κάθε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον για την μη πραγματοποίηση κινδύνου.

Ασφαλιστικό Underwriting

Η διαδικασία αναγνώρισης και ταξινόμησης κάθε υποψηφίου προς ασφάλιση κινδύνου, η απόφαση ή όχι ανάληψης του κινδύνου, ο προσδιορισμός του ασφαλίστρου και ο καθορισμός των όρων της ασφαλιστικής σύμβασης. Περιλαμβάνει την τήρηση των ανωτάτων ορίων που θέτει κάθε εταιρεία για τους αναλαμβανόμενους εξ’ αυτής κινδύνους.

Ασφαλιστικός Διαμεσολαβητής (Insurance Intermediary)

Κάθε πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, που αναλαμβάνει ή ασκεί δραστηριότητες ασφαλιστικής διαμεσολάβησης έναντι αμοιβής. Είναι υποχρεωτική η εγγραφή του στο Επαγγελματικό Επιμελητήριο. Το εν λόγω πρόσωπο που διαμεσολαβεί ανάμεσα στον ασφαλιζόμενο και στην (αντ-) ασφαλιστική εταιρεία, σύμφωνα με την οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, πρέπει να είναι εγγεγραμμένος στο μητρώο της αρμόδιας αρχής όπου έχει την διαμονή του ή την κεντρική του διοίκηση, να διαθέτει αυστηρά επαγγελματικά προσόντα, την κάλυψη της επαγγελματικής αστικής ευθύνης και την χρηματοοικονομική του ικανότητα. Επίσης, οφείλει να διαθέτει ασφάλιση επαγγελματικής αστικής ευθύνης που να καλύπτει το σύνολο του εδάφους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή άλλη ανάλογη εγγύηση αστικής ευθύνης που προκύπτει από επαγγελματική αμέλεια. Υποχρεούται να παρέχει στον πελάτη πληροφορίες σχετικά με τα ατομικά στοιχεία του ως διαμεσολαβητή και την προτεινόμενη ασφαλιστική σύμβαση. Ο διαμεσολαβητής θα πρέπει να αναλύει τις ανάγκες του πελάτη και να αιτιολογεί τη συμβουλή του σε σχέση με το προτεινόμενο ασφαλιστικό προϊόν. Επίσης, δεν μπορεί να είναι εγγεγραμμένος στο μητρώο, ταυτόχρονα, ως πράκτορας και μεσίτης. Παρέχει αμερόληπτη ανάλυση επαρκούς αριθμού ασφαλιστικών συμβάσεων που διατίθενται στην αγορά ώστε να είναι σε θέση να προτείνει στον πελάτη, με επαγγελματικά κριτήρια, την ασφαλιστική σύμβαση που θα ανταποκρίνεται πληρέστερα στις ανάγκες του. Οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές διαιρούνται σε τρεις κατηγορίες: 

α. Ασφαλιστικός Σύμβουλος

β. Ασφαλιστικός Πράκτορας

γ. Μεσίτης Ασφαλίσεων 

Ασφαλιστικός Κίνδυνος (Insurance Risk)

Η αβεβαιότητα ή η πιθανότητα πρόκλησης του ζημιογόνου γεγονότος και των διαστάσεων της ζημίας. Η πραγματοποίηση του ασφαλιστικού κινδύνου γεννά την υποχρέωση της εταιρείας για αποζημίωση.

Ασφαλιστικός Πράκτορας (Insurance Agent)

Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει ως έργο την ανάληψη με σύμβαση, έναντι προμήθειας, ασφαλιστικών εργασιών για λογαριασμό μιας ή περισσοτέρων ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Προπαρασκευάζει, παρουσιάζει, προτείνει ή συνάπτει ο ίδιος ή διαμέσου άλλων διαμεσολαβούντων, για λογαριασμό μιας ή περισσοτέρων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, ασφαλιστικές συμβάσεις. Επίσης, παρέχει συνδρομή στον ασφαλισμένο κατά την διάρκεια της ασφαλιστικής σύμβασης και ιδιαίτερα μετά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης.

Ασφαλιστικός Σύμβουλος (Insurance Consultant)

ο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο μελετά την αγορά, παρουσιάζει και προτείνει λύσεις ασφαλιστικής κάλυψης των αναγκών των πελατών με ασφαλιστικές συμβάσεις για λογαριασμό ασφαλιστικών επιχειρήσεων, πρακτόρων ή μεσιτών με σκοπό την πρόσκτηση εργασιών.

Ασφάλιστρα Δεδουλευμένα (Earned Premiums)

Εισπραχθέντα ασφάλιστρα για τους κινδύνους που έχει αναλάβει η ασφαλιστική εταιρεία και αφορούν την περίοδο ασφάλισης που έχει εκπνεύσει.

Ασφάλιστρα Μη Δεδουλευμένα (Unearned Premiums)

Εισπραχθέντα ασφάλιστρα για τους κινδύνους που έχει αναλάβει η ασφαλιστική εταιρεία και δεν έχουν λήξει ακόμα. Η εταιρεία συνεχίζει να φέρει την ευθύνη μέχρι την οριστική λήξη των σχετικών συμβάσεων.

Ασφάλιστρο (Premium)

Το χρηματικό ποσό που καταβάλλει ο αντισυμβαλλόμενος ή λήπτης της ασφάλισης στην εταιρεία, ως αντίτιμο για την παρεχόμενη ασφαλιστική προστασία.

Ατύχημα-Ζημία (Accident-Damage)

Κάθε εξωτερικό, βίαιο, αιφνίδιο και ξένο προς την πρόθεση του ασφαλισμένου περιστατικό, το οποίο θα έχει αποδεδειγμένα συμβεί στην περίοδο ασφάλισης και προκαλεί υλικές ζημίες, σωματικές βλάβες ή απώλεια ζωής.

Αυτογνώμων Αφαίρεση (Misappropriation)

Κάλυψη σωματικών βλαβών ή υλικών ζημιών προξενηθεισών από το ασφαλισμένο όχημα, κατά την διάρκεια της οδηγήσεως του από άτομο που το έκλεψε ή το απέκτησε με χρήση βίας.

A

Accident Care

In case of an accident, the policyholder can call anytime the Accident Care Center, which sends help in order to record the details of the accident, to edit the accident statement and to take pictures.

Accident-Damage

Each external, violent and sudden event, proven to have occurred during the insurance period and has caused property damage, bodily injuries or loss of life.

Accident Frequency

The number of times an accident occurs. Used by actuaries to predict losses and to set the premiums.

Actuary

Determines the monetary value of the claims (or liabilities) in the case of an insured risk’s occurrence. Calculates insurance risks and premiums as well as the amount of the required reserves necessary to cover claims.

Adhesion

The insurance policy is an adhesion contract because the Insurance Recipient must adhere to pre-existing conditions of a predetermined insurance policy.

Adjuster or Loss Adjuster

The person responsible for handling the compensation procedure. Estimates the vehicle’s repair expenses and answers questions about the repair procedure or the settlement of the total damage or loss incurred.

Alien or Foreign Insurance Company

Insurance company that is licensed, has a branch or provides services and is governed by and incorporated under the laws of a foreign jurisdiction or country.

All Risks Insurance

Insurance coverage concerning general random events that are unavoidable, such as wear and tear and depreciation.

Amendment

Any change in the basic insurance contract. It takes place via an endorsement.

Amicable Settlement

Claims settlement system regarding the MTPL branch, involving some member insurance companies, where the non-culprit injured in a traffic accident will be compensated from his insurance company. In case of a traffic accident, the client does not need to take action against the insurance company of the driver held responsible for the accident, but is compensated by his own company. The involved parties fill in the Amicable Settlement Form and send it to their insurance company. The condition is that both vehicles should be insured in companies where they participate in the Instant Payment System. This system cannot be activated in the case where the bodily injuries, both, of the driver and the co-passengers from the same accident exceed the total amount of 30,000€.

Anniversary Date

The date on which one or more years are completed from the date of the contract agreement.

Anti-Lock Braking System (ABS)

Computer-controlled high-pressure system that assists the vehicle’s normal braking system. It allows all the wheels to slow down at the same rate, thereby, preventing loss of control.

Anti-Theft Device

Device designed to reduce the likelihood an auto will be vandalized or stolen. Examples include car alarms, keyless entry, motion detectors, starter disablers, vehicle parts etched with the Vehicle Identification Number and recovery systems.

Appraisal of Damage

Process followed to determine the value or the extent of the damage, which is usually performed by an impartial expert.

Arbitration

Process followed to resolve or settle a dispute through an impartial entity. Used as an alternative to litigation.

At-Fault

The party that is legally liable for the damages in an accident or the liability of the person who caused the injury (intention, gross negligence, slight negligence).

Auxiliary Fund

P.L.L.E. (Private-Law Legal Entity) for Motor Third Party Liability (MTPL). It is supervised by the Minister of Development. It compensates in case of death, bodily injuries, and material damages caused by vehicles that are:

  1. Unidentified (covers only life and bodily injuries).
  2. Uninsured (except persons boarded knowing that the said vehicle has been uninsured).
  3. Stirred by persons who intentionally cause the injury.
  4. Insured in companies whose license has been revoked due to bankruptcy or breach of law. 

Average Clause or Average Contribution

Applied in the case of Under-Insurance, that is, in cases of compensation where the values of the assets do not reflect the actual ones. If the damage occurs, the compensation will be proportionate, i.e. the compensation amount will be proportionate to that of the insured risk’s. If, for example, a car is insured for 60% of its value, (under-insured), then, in the case of damage, it will be compensated proportionately, i.e. 60% of the damage suffered. The proportional rule in insurance claims can be overcome under a specific agreement called “First Loss Insurance”.

Β

Βανδαλισμός (Vandalism)

Καταστροφή περιουσίας (π.χ. αυτοκινήτου)

Βεβαρημένος Κίνδυνος (Substandard Risk)

Εκείνοι οι κίνδυνοι που εμφανίζουν ασυνήθιστα μεγαλύτερη πιθανότητα επελεύσεως από εκείνη που χαρακτηρίζει την ομάδα που ανήκουν.

Βελτιωμένος Κίνδυνος (Risk Improvement or Betterment)

Εκείνοι οι κίνδυνοι που εμφανίζουν χαρακτηριστικά που μετριάζουν την τάση επαληθεύσεως των ή περιορίζουν την έκταση συνεπειών του. Στον Κλάδο Αυτοκινήτου, βελτιωμένος κίνδυνος θεωρείται η μη πρόκληση ατυχήματος.

Βλάβη (Breakdown)

Όταν το όχημα δεν μπορεί να συνεχίσει απρόσκοπτα την πορεία του λόγω ζημίας η οποία προέρχεται από ηλεκτρικά ή μηχανικά αίτια, κακή λειτουργία τμημάτων συμπεριλαμβανομένων και ελαστικών και καθιστά αδύνατη τη χρήση του.

B

Beneficiary

The natural or legal entity that is entitled to receive the indemnity amount specified in the insurance policy. Refers also to the one defined in the insurance contract that is affected by the risk’s occurrence. Beneficiary change during the insurance policy period can be effected upon written request of the Insurance Recipient that is also signed by the insured.

Bodily Injury

An injury suffered by a person.

Breakdown

When the vehicle cannot smoothly run its course due to damage derived from electrical or mechanical course, malfunctioning parts including tires and makes impossible its use.

Γ

Γενεσιουργός Αιτία (Proximate Cause)

Πράξη ή παράλειψη μιας αδιαίρετης αλληλουχίας γεγονότων έχοντας ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό προσώπου ή την ζημία σε περιουσία.

Γενικές Ασφαλίσεις (General Insurance)

Ευρεία κατηγορία ασφαλίσεων που περιλαμβάνει ασφαλίσεις περιουσιακών στοιχείων, αστικής ευθύνης, επαγγελματικής ευθύνης, κ.α.

Γενικοί Όροι (General Provisions)

Οι όροι που διέπουν και προσδιορίζουν το σύνολο της ασφαλιστικής σύμβασης για ένα ορισμένου τύπου κίνδυνο. Περιλαμβάνουν τις διαδικασίες κατάρτισης, ακύρωσης, τροποποίησης της ασφαλιστικής σύμβασης, τις εξαιρέσεις και τα γεωγραφικά όρια ισχύος, τι συμβαίνει σε περίπτωση επίτασης του κινδύνου ή ζημίας, τι ισχύει σε περίπτωση παράλληλης ασφάλισης σε άλλη ασφαλιστική εταιρεία, το δίκαιο και τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων σε περιπτώσεις επίδικων διαφορών των εμπλεκομένων μερών της σύμβασης και άλλες διατάξεις γενικής ισχύος.

Γνωστοποίηση (Notification)

Το έγγραφο που στέλνει η εποπτική αρχή της χώρας καταγωγής στην εποπτική αρχή της χώρας υποδοχής προκειμένου να δραστηριοποιηθεί συγκεκριμένος ασφαλιστικός διαμεσολαβητής στη χώρα υποδοχής που επέλεξε, είτε με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών είτε με καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης (υποκατάστημα).

Γραφείο Διακανονισμού (Settlement Bureau)

Το Γραφείο της χώρας του ατυχήματος. Είναι αρμόδιο για τον χειρισμό και τον διακανονισμό της ζημίας που συνέβη στην χώρα του και προκλήθηκε από όχημα που καλύπτεται από έγκυρη Πράσινη Κάρτα ή έχει πινακίδα κυκλοφορίας κράτους – μέλους του ΕΟΧ. Ενεργεί όπως ακριβώς θα ενεργούσε μια ασφαλιστική εταιρεία στην χώρα του, αναλαμβάνοντας την διεκπεραίωση της ζημίας από την δήλωση ατυχήματος έως την καταβολή της αποζημίωσης.

Γραφείο Διεθνούς Ασφάλισης (Motor Insurers’ Bureau)

Τα Γραφεία και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις – μέλη τους που έχουν λάβει την άδεια ασφάλισης αστικής ευθύνης από αυτοκίνητα, αποτελούν την βάση του συστήματος Πρασίνων Καρτών. Χορηγούν στα μέλη τους τις Πράσινες Κάρτες έχοντας ως απαραίτητη προϋπόθεση την υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης από αυτοκίνητα στην χώρα του ατυχήματος. Μέσω της Πράσινης Κάρτας διαπιστώνεται άμεσα η ασφαλιστική κάλυψη από τον συγκεκριμένο ασφαλιστή σε περίπτωση ατυχήματος που λαμβάνει χώρα σε οποιοδήποτε κράτος του Συστήματος.

Γραφείο Πληρωμών (Compensation Bureau)

Το αρμόδιο Γραφείο για τις Πράσινες Κάρτες που χορηγούν τα μέλη του (ασφαλιστικές επιχειρήσεις) στους ασφαλισμένους τους. Προσφέρει εγγύηση κάλυψης του ασφαλισμένου σύμφωνα με την νομοθεσία του τόπου του ατυχήματος, ακόμα και σε περίπτωση μη φερεγγυότητας του ασφαλιστή.

C

Cancellation

The interruption of the contract upon written request of the insured entity or non-fulfillment of the obligations arising from the insurance contract. It may be “Total” (Flat Rate), which takes place within the first five (5) days from the effective date or “Partial” which takes place after the end of the fifth day of the effective date.

Car Accident Statement Form

Document included in the insurance contract in order to facilitate the written notification on behalf of the insured entity towards the insurance company liable to compensate for the occurrence of the accident. It allows the insured entities to be compensated, in case of an accident that they are not at-fault, from the insurance company that covers their third party liability.

Catastrophe

It affects a specific geographic area. Often causes extensive material damages. Hurricanes, floods, tornados, even large hailstorms are typical examples of a catastrophe.

Claim

Any request or demand for payment under the terms of the insurance policy.

Claim Notification

Written notification of the damage or loss that has been incurred, including a detailed description, on behalf of the insured entity, so that the insurance company can settle the claim.

Clause

A section in an insurance contract that explains, defines or determines the terms of coverage.

Co-Insurance

The insurance of an insured object at the same time, against the same risk, to two (2) or more insurers. It is a form of insurance with more than one insurance company where each one assumes proportionately the risk. This form of insurance is valid up to the extent of the loss incurred, or proportionately for each insurer, up to the amount of the insurance contract. If the individual insurance amounts do not exceed the insurance value, then, we have co-insurance. The Insurance Recipient must notify each insurer about the existence of the other co-insurers and the relevant insurance contracts. If the Insurance Recipient fails, intentionally, to disclose the existence of co-insurance to the other co-insurers, the insurance contract is considered invalid. The law holds that co-insurance may exist whether or not there is an agreement between the co-insurers.

Commission

Percentage of the premium paid to an intermediary from an insurance company as a fee for the sale and service provided.

Compensation Bureau

The competent Office for the Green Cards which are issued by its members (insurance companies) and given to their insured entities. Provides guaranteed coverage to the insured entity according to the legislation of the accident site, even in the case where the insurer isn’t solvent.

Compulsory or Obligatory Insurance

Insurance that is mandatory by enacted law (e.g. compulsory third party liability insurance regarding vehicles and boats).

Conditions

The part of the insurance contract that describes the duties and responsibilities of both, the insured entity and the insurance company.

Continuous Coverage

Coverage on a continuing time basis during which a vehicle remains insured with no intervening space where the vehicle remains uninsured such as in the case where an entity forgot to pay promptly the premium for the renewal of the insurance policy or because the insurance contract was canceled for other reasons.

Counterparty or Insurance Recipient

The natural or legal person who contracts with the insurance company and assumes the obligations deriving from the insurance contract. She/he also assumes the liability about the payment of the premium. The Insurance Recipient may be the insured person and the beneficiary. She/he can act on his/her own behalf or on behalf of others.

Coverage

The main obligation of the insurance company, throughout the insurance period, to “bear the risk”, in other words to provide insurance coverage to the insured entity. It refers to the protection and benefits offered deriving from the insurance policy.

Criminal Legal Protection

Defense in criminal courts coverage, that is, in the case where the driver of the insured vehicle is prosecuted after his involvement in a car accident having caused injury or loss of life to third parties. It also covers differences in commercial transactions or contracts concerning the insured vehicle.

Current Value or Present Value

The value of the insured object just before the loss occurs, excluding the value reduction due to wear and tear or aging.

Δ

Δεδουλευμένα Ασφάλιστρα (Earned Premiums)

ο τμήμα του ασφαλίστρου που ισχύει για το λήξαν τμήμα της ασφαλιστικής διάρκειας. Τα ασφάλιστρα καταβάλλονται μεν προκαταβολικά, η ασφαλιστική εταιρεία, όμως, δεν τα κερδίζει πλήρως τοιουτοτρόπως αλλά κατά την διάρκεια της ισχύος του ασφαλιστηρίου συμβολαίου και έως την λήξη του, εξ’ ου και η ονομασία «δεδουλευμένα». Για παράδειγμα, σε ασφαλιστήριο συμβόλαιο εξάμηνης διάρκειας, κατά το πέρας των δύο (2) πρώτων μηνών διάρκειας, ισχύει ότι, τα δύο έκτα (2/6) αποτελούν τα δεδουλευμένα ασφάλιστρα που απορρέουν από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο.

Δήλωση Ζημίας (Claim Notification)

Έγγραφη γνωστοποίηση του ζημιογόνου γεγονότος, με αναλυτική περιγραφή από τον ασφαλιζόμενο, έτσι ώστε η εταιρεία να διακανονίσει τη ζημία.

Διαδοχική Ασφάλιση (Successive Insurance)

Στις συμβάσεις ασφαλίσεων ζημιών, υπάρχει το ενδεχόμενο να διαδεχθεί τον ασφαλισμένο ή τον λήπτη της ασφάλισης άλλος ασφαλισμένος ή λήπτης ασφάλισης. Αυτό μπορεί να συμβεί π.χ. λόγω μεταβίβασης του ασφαλισμένου αντικειμένου όπως η πώληση αυτοκινήτου, κ.ο.κ. Σε αυτή την περίπτωση, εντός τριάντα (30) ημερών το αργότερο, από την ημέρα που θα περιέλθει σε γνώση του η διαδοχή, ο ασφαλιστής δικαιούται να καταγγείλει την σύμβαση.

Διαιτησία (Arbitration)

Διαδικασία για την επίλυση μιας διαφοράς μέσω ενός αμερόληπτου προσώπου. Χρησιμοποιείται ως εναλλακτική λύση για την άσκηση της προσφυγής.

Διαμεσολαβητής (Insurance Broker)

Βλ. «Ασφαλιστικός Διαμεσολαβητής».

Διακανονιστής (Adjuster or Loss Adjuster)

Το αρμόδιο πρόσωπο που χειρίζεται την διαδικασία καταβολής της αποζημίωσης. Συντάσσει την εκτίμηση επισκευής του οχήματος και απαντά σε ερωτήσεις σχετικά με την διαδικασία επισκευής ή τον διακανονισμό της συνολικής ζημίας ή απώλειας.

Διάρκεια Ασφάλισης ή Διάρκεια Συμβολαίου ή Περίοδος Ασφάλισης (Insurance Policy Period)

Η χρονική εκείνη περίοδος εντός της οποίας η εταιρεία παρέχει την ασφαλιστική κάλυψη.

Διάσωση (Salvage)

Κατεστραμμένο περιουσιακό στοιχείο που μπορεί να ανακτηθεί, επισκευαστεί και πωληθεί για την μείωση της ασφαλιστικής ζημίας.

Διαχειριστικά ή Λειτουργικά Έξοδα (Operating Expenses)

Έξοδα της ασφαλιστικής εταιρείας τα οποία δεν περιλαμβάνουν φόρους και προμήθειες

Δικαιούχος (Beneficiary)

Το νομικό, ή φυσικό πρόσωπο που έχει δικαίωμα να εισπράξει το ασφάλισμα και ορίζεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Είναι, επίσης, εκείνος που ορίζεται στην ασφαλιστική σύμβαση ότι πλήττεται από την πραγματοποίηση του ασφαλιστικού κινδύνου. Αλλαγή δικαιούχου στην διάρκεια ασφάλισης μπορεί να γίνει κατόπιν γραπτού αιτήματος του αντισυμβαλλομένου το οποίο προσυπογράφει και ο ασφαλισμένος.

Δικαίωμα Εναντίωσης (Objection Right)

Δικαίωμα του πελάτη σε περίπτωση που το περιεχόμενο του ασφαλιστηρίου παρεκκλίνει από την αίτηση του για ασφάλιση, ή αν δεν του παραδόθηκαν οι όροι του ασφαλιστηρίου ή το Ενημερωτικό Έντυπο Πληροφοριών. Ασκείται με συστημένη επιστολή σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα [εντός δέκα τεσσάρων (14) ημερών)] από την ημερομηνία παραλαβής του ασφαλιστηρίου και έχει ως αποτέλεσμα την ακύρωση της ασφαλιστικής σύμβασης.

Δικαίωμα Συμβολαίου (Policy Fee)

Το ενσωματωμένο ποσό στο ασφάλιστρο που αφορά τα έξοδα του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.

Δικαίωμα Υπαναχώρησης (Withdrawal Right)

Δικαίωμα του πελάτη, βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας, σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα [εντός δέκα τεσσάρων (14) ημερών)] μετά την παραλαβή του ασφαλιστηρίου και για οποιονδήποτε λόγο (π.χ. γιατί άλλαξε γνώμη). Σε περίπτωση υπαναχώρησης, από την ασφαλιστική σύμβαση, επιστρέφονται τα καταβληθέντα μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα μετά την αφαίρεση του δικαιώματος συμβολαίου και των πραγματοποιηθέντων εξόδων.

Διπλή ή Πολλαπλή Ασφάλιση (Double Insurance)

Το ίδιο συμφέρον ασφαλίζεται κατά του ιδίου κινδύνου και για την ίδια χρονική περίοδο σε περισσότερους από έναν ασφαλιστές. Η διπλή ασφάλιση λαμβάνει χώρα όταν τα επί μέρους ασφαλιστικά ποσά υπερβαίνουν την ασφαλιστική αξία. Είναι ισχυρή μέχρι την έκταση της ασφαλιστικής ζημίας ή αναλογικά για την κάθε μια ασφαλιστική εταιρεία που συμμετέχει στην κάλυψη του κινδύνου μέχρι το ποσό που ασφαλίζει με την σύμβαση του. Ο λήπτης της ασφάλισης οφείλει να γνωστοποιεί σε κάθε μια ασφαλιστική εταιρεία που πρόκειται να συμμετάσχει στην κάλυψη του κινδύνου την ύπαρξη και των άλλων συνασφαλίσεων.

D

Damage

Any unexpected, violent and independent of the insured’s will event resulting in injury or damage caused to third parties or to the insured vehicle destroying it partially or totally.

Damage Announcement

The announcement or reporting of the Insurance Recipient to his/her insurance company about the occurrence of the insured risk.

Damage Division or Claims Department

Department responsible for managing and handling the processing of claims.

Date of Issue

The date on which the insurance policy is issued by an insurance company.

Deductible or Deductible Amount

The amount of expenses that must be paid out of pocket before an insurer will pay any expenses. Refers to the amount of compensation that will be covered by the insured person. If the amount of damage exceeds the deductible amount, the insurance company pays the difference. The deductible amount is agreed upon the signing of the contract.

Depreciation

Reduction of the vehicle’s value due to wear and tear. In general, depreciation is not an insurable loss.

Domestic Insurance Company

Insurance company that is licensed, headquartered, governed by and incorporated under the laws of a country’s domestic jurisdiction.

Double Insurance

The same interest is insured against the same risk for the same time period to more than one insurer. Occurs when the individual insurance sums exceed the insurance value. It is valid up to the extent of the insurance loss or is proportional to each insurance company involved in the risk coverage and up to the insured amount regarding each contract. The Insurance Recipient must notify each insurance company to be involved in the risk coverage about the existence of the rest co-insurance.

Ε

Εγχώρια Ασφαλιστική Εταιρεία (Domestic Insurance Company)

Ασφαλιστική εταιρεία που είναι αδειοδοτημένη, έχει την έδρα της ή την κεντρική της διοίκηση και διέπεται από τους νόμους της εγχώριας δικαιοδοσίας μιας χώρας.

Ειδικό Πρόσθετο Ασφάλιστρο (Special Additional Premium)

Βλ. «Επασφάλιστρο».

Ειδικοί Όροι (Special Conditions)

Οι όροι που συμπληρώνουν ή τροποποιούν τους Γενικούς Όρους και υπερισχύουν αυτών. Διέπουν την ασφαλιστική σύμβαση αλλά με αναφορά στο συγκεκριμένο αντικείμενο ασφάλισης.

Έκθεση σε Κίνδυνο (Exposure)

Αναφέρεται στην πιθανότητα ζημίας ή στην απώλεια λόγω κάποιου κινδύνου ή έκτακτης ανάγκης. Χρησιμοποιείται ως μέτρο μονάδος αξιολόγησης ή ως βάση για τον καθορισμό του ασφαλίστρου σε σχέση με τον κίνδυνο. Οι ασφαλιστικές εταιρείες καθορίζουν το ασφάλιστρο με βάση την «έκθεση σε κίνδυνο».

Εκκρεμείς Ζημίες (Loss Outstanding)

Το συνολικό ποσό των αποζημιώσεων για τις οποίες η ασφαλιστική εταιρεία δεν έχει ακόμη πληρώσει.

Εκπιπτόμενο Ποσό (Deductible Amount)

Βλ. «Απαλλαγή».

Εκτίμηση Ζημίας (Appraisal of Damage)

Διαδικασία που καθορίζει την αξία ή την έκταση της ζημίας, που συνήθως εκτελείται από έναν αμερόληπτο πραγματογνώμονα.

Εκτίμηση Ιστορικότητας (Experience Rating)

Προσδιορισμός του ασφαλίστρου για ένα μεμονωμένο κίνδυνο, είτε εν μέρει, είτε εξ ολοκλήρου, βάσει της ιστορικότητας ζημιών του εν λόγω κινδύνου.

Έμμεση Ζημία (Indirect Damage)

Η προκληθείσα ζημία που δεν οφείλεται άμεσα σε ζημιογόνο γεγονός, αλλά από άλλη αιτία που επακολούθησε μεν και βρίσκεται σε αιτιώδη συνάφεια με αυτό.

Ενιαίο Ασφάλιστρο (Single Premium)

Το ενιαίο (εφ’ άπαξ) καταβαλλόμενο εξ’ ολοκλήρου ασφάλιστρο κατά την σύναψη της σύμβασης

Ενοικιαζόμενο Όχημα (Vehicle Rental or Car Rental)

Εκείνο το όχημα που ενοικιάζεται για σύντομες χρονικές περιόδους, μεταξύ μερικών ωρών και ολίγων εβδομάδων. Συχνά επιτρέπεται στον χρήστη να επιστρέψει το όχημα σε μια διαφορετική θέση από το σημείο παραλαβής. Κατά κύριο λόγο, βρίσκεται κοντά σε αεροδρόμια ή πολυσύχναστες περιοχές της πόλης και συχνά ενοικιάζεται μέσω ενός δικτυακού τόπου που επιτρέπει online κρατήσεις.

Έντυπο Φιλικής Δήλωσης Τροχαίου Ατυχήματος (Car Accident Statement Form)

Έγγραφο που περιέχεται στην ασφαλιστική σύμβαση με σκοπό την διευκόλυνση του ασφαλισμένου στην έγγραφη γνωστοποίηση στην εταιρεία ζημιογόνου γεγονότος. Επιτρέπει στους ασφαλισμένους να απευθύνονται και να αποζημιώνονται, σε περίπτωση ατυχήματος και στο ποσοστό που δεν ευθύνονται, από την ασφαλιστική επιχείρηση που καλύπτει την αστική τους ευθύνη.

Εξαίρεση (Exclusion)

Όρος ο οποίος εξαιρεί ορισμένους κινδύνους ή ο οποίος περιορίζει το φάσμα της καλύψεως. Μπορεί να αφορά ζημίες, συνθήκες ή δραστηριότητες. Σε κάθε περίπτωση αναγράφονται με σαφήνεια στο συμβόλαιο.

Επασφάλιστρο (Extra Premium)

Το επιπλέον ποσό ασφαλίστρου με το οποίο επιβαρύνεται ο ασφαλισμένος λόγω αυξημένου κινδύνου (συνήθως λόγω ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών όπως π.χ. λόγω ηλικίας).

Επέτειος Συμβολαίου (Anniversary Date)

Η ημερομηνία κατά την οποία συμπληρώνονται ένα ή περισσότερα χρόνια από την ημερομηνία ενάρξεως του συμβολαίου.

Επικουρικό Κεφάλαιο (Auxiliary Fund)

Ν.Π.Ι.Δ. (Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου) για την ασφάλιση αστικής ευθύνης από αυτοκίνητα. Εποπτεύεται από τον Υπουργό Ανάπτυξης. Καταβάλλει αποζημίωση σε περίπτωση Θανάτου, Σωματικών Βλαβών (Σ.Β.) και Υλικών Ζημιών (Υ.Ζ.) προκληθέντων από αυτοκίνητα:

α. Αγνώστων στοιχείων (καλύπτονται μόνο ζωή και σωματικές βλάβες).

β. Ανασφάλιστα (πλην ατόμων που επιβιβάστηκαν γνωρίζοντας ότι το όχημα στο οποίο επέβαιναν ήταν ανασφάλιστο).

γ. Οδηγούμενα από πρόσωπα που εκ προθέσεως προκαλούν ζημία.

δ. Ασφαλισμένα σε εταιρείες των οποίων η άδεια λειτουργίας έχει ανακληθεί λόγω πτώχευσης ή παραβάσεως νόμου ή η σε βάρους τους εκτέλεση απέβη άκαρπη. 

Επίσχεση (Lien)

Απαίτηση ή επιβάρυνση εις βάρος ιδιοκτησίας ως ασφάλεια για την πληρωμή χρέους. Είναι το δικαίωμα που έχει εκείνος που χρωστάει να αρνηθεί την αποπληρωμή του οφειλομένου ποσού, για όσο χρονικό διάστημα ο δανειστής δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του προς τον οφειλέτη.

Ευθύνη Επαγγελματία (Professional Liability or Indemnity Insurance)

Βλ. «Ασφάλιση Αστικής Ευθύνης Επαγγελματία».

Εφ’ Άπαξ (Lump Sum Payment)

Πληρωμή ολόκληρου του ασφαλίσματος ενός συμβολαίου σε μια δόση.

E

Earned Premium

Collected premium for risks assumed by the insurer concerning the insurance period of the contract that has expired. Refers to the part of the premium that applies to the expired portion of the insurance policy’s duration. Premiums are paid in advance, however, the insurance company does not fully receive them in the beginning but throughout the validity of the insurance policy until the expiration date. For example, in a six-month insurance policy, at the end of the first two (2) months, the earned premium will be the 2/6 of the insurance policy.

Effective Date

The date on which the validity of the insurance policy and/or coverage begins.

Endorsement

Partial amendment of terms of the insurance policy upon written agreement between the insurance company and the insured entity. It constitutes an integral part of and is attached to the insurance policy.

Exclusion

Term which excludes certain risks or limits the range of coverage. May involve claims, conditions or activities. In all cases, it is clearly indicated in the contract.

Experience Rating

Setting the premium for a single risk, either partially or entirely, based on the particular risk’s historical loss record.

Experience Record

Refers to evidence such as Register (or file) of driving behaviour history, Register (or file) regarding claims history, etc.

Expert

Natural or legal entity responsible for the investigation of the causes or conditions of damage, their assessment and the amount of compensation payable.

Expiration Date

The date on which the validity of the insurance policy expires or ends the coverage.

Exposure

Refers to the potential damage or loss due to a risk or emergency. Used as an evaluation tool or as a basis for determining the premium relative to the risk involved. Insurance companies determine the premium based on “risk exposure”.

Extra Premium or Special Additional Premium

The extra amount of premium charged to the insured entity due to a higher involved risk (usually because of special characteristics such as age).

Ζ

Ζημία (Damage)

Οποιοδήποτε απρόβλεπτο, βίαιο και ανεξάρτητο από την βούληση του ασφαλισμένου, γεγονός το οποίο επιφέρει βλάβες ή φθορές σε τρίτους ή στο ασφαλισμένο όχημα με ολική ή μερική καταστροφή. Μπορεί να είναι υλική ή σωματική και αποζημιώνεται σύμφωνα με τους όρους του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.

F

First Loss Insurance

Insurance coverage offered up to the maximum limit of potential loss. The coverage of the damage does not exceed the insured limit. The insurer compensates, not on a percentage basis, up to a maximum limit, which is less than the total value at risk. First loss insurance is mainly used for flood risks, storm risks, pipe leakage, theft and rarely for the risk of fire. In the first loss insurance case, the insurer compensates for the total loss incurred, always having a maximum liability limit for the insured sum, without checking the under-insurance.

Fraud

See “Insurance Fraud”.

Η

Η Αρχή της Γενεσιουργού Αιτίας (Proximate Cause)

Απόδειξη του ασφαλισμένου, κατόπιν υποβολής της απαιτήσεως του, περί της απώλειας ή ζημίας που υπέστη οφειλομένης σε κίνδυνο καλυπτόμενο από το ασφαλιστήριο. Η γενεσιουργός αιτία της ζημίας πρέπει να καλύπτεται από τους όρους του συμβολαίου.

Η Αρχή της Δίκαιης Αποζημίωσης (Indemnity)

Ο ασφαλισμένος, με την επέλευση του κινδύνου, δικαιούται σε πλήρη αποκατάσταση της ακριβούς ζημίας που υπέστη – όχι όμως και να αποκομίσει όφελος από την επέλευση του κινδύνου. Δεν δικαιούται να εισπράξει περισσότερα από το πραγματικό ύψος της ζημίας του. Μετά από μια ζημία, ο ασφαλιστής επιχειρεί να αποκαταστήσει οικονομικά τον ασφαλισμένο έτσι ώστε να τον επαναφέρει στην οικονομική θέση που βρισκόταν πριν από την επέλευση της ζημίας.

Η Αρχή της Καλής Πίστης (Utmost Good Faith)

Ο ασφαλιζόμενος είναι εκείνος ο οποίος γνωρίζει την πραγματική ποιότητα του κινδύνου και οφείλει να αποκαλύπτει τα «ουσιώδη γεγονότα» του προς ασφάλιση κινδύνου. Ο ασφαλισμένος οφείλει να αποκαλύψει όλα τα στοιχεία που αφορούν τον κίνδυνο δίνοντας την δυνατότητα στον ασφαλιστή να αποφασίσει αν και με ποιους όρους θα τον αναλάβει.

Ηθικός Κίνδυνος (Moral Hazard)

Ο ηθικός κίνδυνος εξαρτάται από τον χαρακτήρα του ασφαλισμένου. Περιλαμβάνει την αδιαφορία του ασφαλισμένου για την ασφαλισμένη περιουσία του και τον δόλο.

Ημερομηνία Έκδοσης (Date of Issue)

Η ημερομηνία κατά την οποία εκδίδεται το ασφαλιστήριο συμβόλαιο από την ασφαλιστική εταιρεία.

Ημερομηνία Έναρξης Ισχύος (Effective Date)

Η ημερομηνία κατά την οποία αρχίζει η ισχύς του ασφαλιστηρίου συμβολαίου και παρέχεται η κάλυψη.

Ημερομηνία Λήξης (Expiration Date)

Η ημερομηνία κατά την οποία λήγει η ισχύς του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.

G

General Insurance

Broad class of insurance including property insurance, third party liability (TPL), professional liability, etc.

General Provisions

The conditions which specify and govern the insurance contract for a certain type of risk. They include the insurance contract procedures about instructions, cancellations, amendments, exceptions, and the geographical limits of validity, what happens in the case of risk aggravation or harm, what applies in the case of parallel insurance to another insurer, what applies according to the law and the jurisdiction of the courts in cases of disputes involving the parties of the contract and other general provisions.

Glass Breakage

Optional or extra coverage offered, upon charging an additional premium, covering the losses on the front and the rear windscreen as well as the side windows of the insured vehicle. Lamps, mirrors, sunroofs and glass roofs are exempted.

Green Card

The international insurance certificate required by the competent foreign authorities to certify the insurance of the car’s third party liability abroad, according to L.489/1976 and the provisions determined by the Motor Insurers’ Bureau. It is issued by the insurance company upon the insured’s request to travel outside the Greek territory. The certificate is valid for one (1) month or for an integer multiple of the month and its duration can never exceed the duration of the insurance policy.

Θ

Θραύση Κρυστάλλων (Glass Breakage)

Προαιρετική κάλυψη και με καταβολή πρόσθετου ασφαλίστρου καλύπτονται οι ζημίες που θα προκληθούν μόνο στον εμπρόσθιο και οπίσθιο ανεμοθώρακα καθώς και στα πλαϊνά παράθυρα του ασφαλισμένου οχήματος, εξαιρουμένων των φανών, καθρεπτών, ηλιοροφών και υάλινων οροφών.

H

Hazard

Anything that increases the chance of an accident occurring.

Hit and Run

An accident caused by someone who does not stop to assist or provide information.

Horse Power

The power of a machine expressed in “horses”: a motorcycle / a car.

Ι

Ιδίες Ζημίες (Own Damages)

Αναφέρεται στις ζημίες που θα υποστεί το ασφαλισμένο όχημα σε περίπτωση ατυχήματος και που ευθύνεται ο ίδιος ο ασφαλισμένος ή ακόμα και στην περίπτωση που το όχημα βρεθεί τρακαρισμένο.

Ιπποδύναμη (Horse Power)

Η ισχύς μιας μηχανής σε ίππους: μιας μοτοσυκλέτας / ενός αυτοκινήτου.

Ιστορικό ή Ιστορικότητα (Experience Record)

Αναφέρεται σε διάφορα στοιχεία, όπως π.χ. μητρώο (ή αρχείο) ιστορικότητας συμπεριφοράς κατά την οδήγηση, μητρώο (ή αρχείο) ιστορικότητας ζημιών, κ.ο.κ.

I

Indemnity

The amount that the insurance company must pay as an obligation resulting from the occurrence of the insured risk and consists of cash benefits or the restoration of the damage incurred. This practice has the intention of restoring a person or entity to the approximate financial condition occupied before the loss occurred, no better, no worse.

Indirect Damage

The caused damage that is not directly related to the damaged property but is causally linked to it.

Insurable Interest

The economic relationship between a person (insured) and a good (insurable object). Takes place when a person suffers a financial damage or loss as a result of Bodily Injuries. It is a prerequisite in the insurance against damages. The concept does not include interest that is contrary to moral standards or legal activities. It is defined as any direct or indirect interest in the non-occurrence of risk.

Insurance

A system in which groups of people who have similar chances of suffering a loss, transfer their risk of loss to the insurance company, which then pools the risk of many people together. In exchange for payment of the premium, the insurance company promises to reimburse those individuals or entities that have suffered damage or loss.

Insurance Agent

The natural or legal entity that has the task of engaging in insurance activities, upon a fee, for one or more insurance companies. Prepares, presents, proposes or contracts agreements by himself or through other intermediaries, on behalf of one or more insurance undertakings. Also, he offers assistance to the insured entity throughout the duration of the insurance contract, and more especially, after the insured risk’s occurrence.

Insurance Broker

The natural or legal person who brings together the insured or reinsured entities and insurance or reinsurance undertakings, carries out the necessary preparatory work for the conclusion of insurance or reinsurance contract agreements and assists in their management and execution, especially in the occurrence of risk. Is not bound to selecting one insurance company as opposed to the insurance agent that acts under a contract agreement based on the insurance company that is brokering. The insurance broker is legally and financially independent of insurance companies. Signs contract agreements with (re) insurance companies upon a commission basis.

Insurance Consultant

The natural or legal entity that researches the market, presents and proposes insurance coverage solutions to meet customers’ needs through insurance contracts offered by insurance companies, agents, or brokers.

Insurance Contract

The contract through which the company undertakes, for a premium, the obligation to compensate the insured in the case of risk occurrence. It includes the proposal, the policy, the General and Special Terms and Conditions and the relevant endorsements issued under the agreed amendments. Insurance without an insurance contract cannot be effected.

Insurance Fraud

Any intentional act committed to obtain a fraudulent outcome from an insurance procedure. This can occur when the applicant attempts to obtain a benefit that could not be obtained otherwise or when the insurance company refuses to pay any compensation due. It includes falsifying or exaggerating the facts of the accident to an insurance company with the intention of reaping payment that otherwise would not have been made. Common examples of insurance fraud include staged accidents and exaggerated injuries.

Insurance Intermediary

Any natural or legal entity pursuing brokerage activities upon a fee. It is mandatory the enrollment in the Chamber of Tradesmen. It is the entity that mediates between the insured and the (re) insurance company, which according to the European Parliament Directive, must be enrolled in the Register of the competent authority where it resides or has its headquarters. Must portray strictly professional qualifications, professional liability coverage and financial strength. Must, also, have professional liability insurance covering the whole territory of the European Community or some similar comparable guarantee arising from professional negligence. The person or entity is obliged to provide the client with information about his personal details as a broker and the proposed insurance contract. The intermediary should analyse customers’ needs and justify his advice in relation to the proposed insurance product. Cannot be registered, simultaneously, in the Register as an agent and as a broker. Presents an impartial analysis of a sufficient number of insurance contracts available in the market in order to be able to offer the customer, using professional criteria, the insurance contract that best meets their needs. Insurance Intermediaries are divided into three categories:

  1. Insurance Consultant
  2. Insurance Agent
  3. Insurance Broker. 

Insurance Policy

Private agreement in written form or legally binding contract effected between an insurance company and an insurance recipient.

Insurance Policy Period

The time period within which the insurance company provides insurance coverage.

Insurance Risk

The uncertainty or the possibility of causing the damage incurred coupled with the relevant damage dimensions. The realization or occurrence of risk bears the company’s liability to compensate.

Insured Car

The car that is clearly described in the insurance policy.

Insured Person or Entity

The natural or legal entity who derives rights from the insurance contract and for the sake of which the contract is effected.

Insured Vehicle

The vehicle described in detail in the insurance policy that moves on the ground and not on rails, with mechanical power help, regardless of the number of wheels. As a vehicle, it can be considered any trailer attached or not to the main vehicle as well as a bicycle with an auxiliary engine.

Insurer or Insurance Company or Contracting Party

The insurer or the insurance company with which an insurance recipient effects an insurance contract. Through the premiums collected from different entities, the insurer groups the risk, thus, minimizing the financial burden of providing insurance services.

J

Κ

Καθαρό Ασφάλιστρο (Net Premium)

Το ασφάλιστρο που έχει υπολογιστεί για την κάλυψη του ασφαλισμένου κινδύνου και δεν περιλαμβάνει νόμιμες επιβαρύνσεις.

Κακόβουλες Ενέργειες (Malicious Damage or Mischief)

Ηθελημένες ή εκ προθέσεως ζημίες οποιουδήποτε προσώπου που προκλήθηκαν από οποιαδήποτε κακόβουλη ενέργεια που διαπράττεται από τρίτα προς τον ασφαλιζόμενο πρόσωπα, με αποκλειστικό σκοπό τον βανδαλισμό ή την δολιοφθορά. Δεν συμπεριλαμβάνουν στάσεις, απεργίες, οχλαγωγίες ή τρομοκρατικές ενέργειες.

Κάλυψη (Coverage)

Η κύρια υποχρέωση της ασφαλιστικής εταιρείας καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος της ασφάλισης να «φέρει τον κίνδυνο», να παρέχει δηλαδή στον ασφαλιζόμενο ασφαλιστική κάλυψη. Αναφέρεται στην προστασία κα τα οφέλη που παρέχονται σε ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο.

Καταστροφή (Catastrophe)

Επηρεάζει μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή. Συχνά προκαλούν εκτεταμένες υλικές ζημίες. Τυφώνες, πλημμύρες, ανεμοστρόβιλοι, ακόμη και μεγάλες χαλαζοπτώσεις είναι τυπικά παραδείγματα καταστροφών.

Κίνδυνος (Risk)

Ο βαθμός ή το ποσοστό πιθανότητας που υπάρχει ότι θα συμβεί μια συγκεκριμένη ζημία. Ο όρος στην ασφαλιστική ορολογία υποδηλώνει: 

α. Έναν ασφαλισμένο.

β. Έναν κίνδυνο έναντι του οποίου γίνεται η ασφάλιση. 

Κίνδυνος Εν Ισχύ (Unexpired Risk)

Κίνδυνος που δεν έχει λήξει. Στο τέλος κάθε Οικονομικής Χρήσεως, πολλοί από τους κινδύνους που έχει αναλάβει η ασφαλιστική επιχείρηση δεν έχουν λήξει ακόμα.

Κίνδυνος Μη Ασφαλίσιμος (Non-Insurable Risk)

Κίνδυνος για τον οποίο η πιθανότητα ζημίας είναι πολύ μεγάλη και δεν μπορεί να καλυφθεί ασφαλιστικά.

Κλοπή (Theft)

Η παράνομη κατοχή της περιουσίας ετέρου προσώπου με την πρόθεση να στερήσει οριστικά από τον ιδιοκτήτη του την χρήση ή κατοχή του. Μπορεί να είναι «ολική» (Total Theft) ή «μερική» (Partial Theft). Η έσχατη περίπτωση περιλαμβάνει την αφαίρεση τμημάτων ή εξαρτημάτων του οχήματος που κρίνονται απαραίτητα για την κίνηση και λειτουργία του.

Κόστος Αντικατάστασης (Replacement Cost)

Το κόστος για την επισκευή ή την αντικατάσταση ενός ασφαλισμένου αντικειμένου. Μερικές ασφαλιστικές εταιρείες καταβάλλουν την αγοραία αξία του αντικειμένου κατά την στιγμή της απώλειας αντί του κόστους επισκευής ή αντικατάστασης. Περιλαμβάνει το πλήρες κόστος επισκευής ενός αντικειμένου ή την αγορά ενός νέου για να αντικαταστήσει το κατεστραμμένο αντικείμενο.

K

Λ

Λήξη Συμβολαίου (Policy Expiration)

Η συγκεκριμένη ημερομηνία που λήγει το ασφαλιστήριο συμβόλαιο.

Λήπτης της Ασφάλισης (Insurance Recipient)

Βλ. «Αντισυμβαλλόμενος».

L

Leased Vehicle

Vehicle leased under a long-term contract. The leasing company retains ownership of the vehicle which, in turn, must be shown on the insurance policy as the insured.

Legal Protection

Optional or extra coverage offered in the form of a separate insurance policy or as a distinct part of the same insurance policy covering a vehicle’s MTPL. It includes lawyers’ fees, the costs of witnesses used for legal client support in case of a claim arising from third party liability (TPL). The judicial costs are covered up to a certain amount (limit) and the remaining amount on behalf of the client.

Lien

Claim or charge against property as a security for the payment of a debt. It is the debtor’s right to refuse to repay the outstanding amount, as long as the lender does not fulfill his obligations to the debtor.

Loss or Claims Frequency

The number of claims in a certain period of exposure to risk, such as the number of claims per vehicle in a calendar year or per insurance policy in a fixed duration. The claims frequency refers to the predicted loss ratio of the insured vehicle as well as to the number of claims that will occur in a specific period of time. The loss frequency ratio is used to calculate the average claims cost, which in turn determines the premiums.

Loss Outstanding

The total claims amount that the insurance company has not yet paid.

Loss Ratio

Proportional relationship of incurred losses (existing claims) to earned premiums expressed as a percentage. It refers to the ratio of total losses incurred by an insurance company plus adjustment expenses divided by the total premiums earned. Calculated as follows: claims paid + forecast of claims outstanding at year end – forecast of claims outstanding at beginning of year / written premiums – forecast of unearned premiums and risks in effect at year end + forecast of unearned premiums and risks in effect at beginning of year.

Lump Sum Payment

Full or once-off payment of indemnity concerning an insurance policy.

Μ

Μερική Κλοπή (Partial Theft)

Βλ. «Κλοπή».

Μεσίτης Ασφαλίσεων (Insurance Broker)

Είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που φέρει σε επαφή ασφαλιζόμενους ή αντασφαλισμένους και ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, προβαίνει στις αναγκαίες προπαρασκευαστικές εργασίες για την σύναψη ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών συμβάσεων, συνδράμει στην διαχείριση και εκτέλεση τους, ιδίως σε περίπτωση κινδύνου. Δεν δεσμεύεται προς την επιλογή της ασφαλιστικής εταιρείας εν αντιθέσει με τον πράκτορα που ενεργεί βάσει πρακτοριακής σύμβασης για λογαριασμό της ασφαλιστικής εταιρείας που πρακτορεύει. Ο μεσίτης ασφαλίσεων έχει νομική και οικονομική ανεξαρτησία έναντι των ασφαλιστικών εταιρειών. Συνάπτει σύμβαση συνεργασίας με (αντ-) ασφαλιστικές εταιρείες έναντι προμήθειας.

Μεταβολή (Amendment)

Βλ. «Τροποποίηση».

Μη Δεδουλευμένα Ασφάλιστρα (Unearned Premiums)

Το εναπομείναν τμήμα του ασφαλίστρου του οποίου η χρονική διάρκεια δεν έχει ακόμη παρέλθει. Για παράδειγμα, σε ασφαλιστήριο συμβόλαιο εξάμηνης διάρκειας, κατά το πέρας του πρώτου μηνός διάρκειας, ισχύει ότι, τα πέντε έκτα (5/6) αποτελούν τα μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα που απορρέουν από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο.

Μισθωμένο Όχημα (Leased Vehicle)

Όχημα μισθωμένο κάτω από μια μακροχρόνια σύμβαση (μίσθωσης). Η εταιρεία χρηματοδοτικής μίσθωσης διατηρεί την κυριότητα του οχήματος και πρέπει να εμφανίζεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο ως ασφαλισμένος.

M

Malicious Damage or Mischief

Deliberate or intentional damage of any person caused by any malicious act committed by third parties against the insured’s property having as a sole purpose the act of vandalism or sabotage. It does not include strikes, riots or acts of terrorism.

Material Damage

The damage that can occur to the detriment of the insured’s property.

Material Fact

Vital information needed by the Underwriting Department to make a decision.

Maximum Third Party Liability (TPL)-Bodily Injuries Per Victim (Per Person Limit)

The cap amount an insurance company will pay for any one person’s injuries arising from a single incident. In a car accident, for example, it involves the bodily injuries sustained by each person.

Maximum Third Party Liability (TPL)-Bodily Injuries Per Incident (Per Occurrence Limit)

The cap amount an insurance company will pay for all claims arising from a single incident. In a car accident, for example, it involves the bodily injuries sustained by all parties.

Misappropriation

Bodily injuries or material damages coverage caused by the insured vehicle during its use by somebody who stole it or obtained it by the use of violence.

Misrepresentation

False information supplied upon the contract agreement / application and leads the insurance company to issue a policy, which, otherwise wouldn’t have issued.

Moral Hazard

The moral hazard depends on the nature of the insured’s personality and character. It includes the insured’s indifference about the property that has been insured and fraudulent acts.

Motor Insurers’ Bureau

The Offices and the member insurance companies that have received the MTPL license, are the basis of the Green Card System. They grant their members the Green Cards having as a prerequisite the mandatory MTPL insurance in the country of the accident. Through the Green Card System, there’s an immediate verification about the insurance coverage offered by a specific company in the case of accidents taking place in any member of the System.

Motor Third Party Liability (MTPL)

Compulsory coverage for all vehicles under applicable law. Compensation of persons or objects that have been damaged in an incident holding liable the insured vehicle (under the Highway Code). It is any legally enforceable obligation or responsibility for the injury or damage caused to another person.

Ν

Νομική Προστασία (Legal Protection)

Χωριστή κάλυψη σε χωριστό ασφαλιστήριο συμβόλαιο ή ως ευδιάκριτο τμήμα στο ίδιο ασφαλιστήριο υποχρεωτικής ασφάλισης αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία του οχήματος. Περιλαμβάνει τις αμοιβές των δικηγόρων, των δικαστικών εξόδων και τις αποζημιώσεις των μαρτύρων για την νομική υποστήριξη του πελάτη σε περίπτωση απαίτησης αποζημίωσης από αστική ευθύνη. Τα δικαστικά έξοδα καλύπτονται έως ένα συγκεκριμένο χρηματικό όριο και το υπόλοιπο των εξόδων εκ μέρους του πελάτη.

N

Natural Disasters

Acts of nature that are beyond human control or influence. Such acts include hurricanes, earthquakes and floods.

Negligence

Legal term that refers to the failure to exercise the care that is expected of a reasonable person in similar circumstances.

Net Premium

The calculated premium to cover the risk insured that is legal charges free.

Non-Disclosure

The concealment of material facts related to the insurable risks.

Non-Insurable Risk

Risk according to which the loss probability is very high and insurance cannot cover it up.

Notification

The document sent by the supervisory authority of the country of origin to the supervisory authority of the host country in order for an insurance intermediary to be able to operate in the host country chosen, and provide services either under the Freedom of Services (FoS) status or through branch establishment.

Ξ

O

Ολική Καταστροφή ή Απώλεια (Total Loss)

Η κατάσταση ενός οχήματος ή άλλων περιουσιακών στοιχείων, όπου η ζημία είναι τόσο εκτεταμένη, ώστε το κόστος επισκευής να υπερβαίνει την αξία του οχήματος.

Ολική Κλοπή (Total Theft)

Βλ. «Κλοπή».

Όροι ή Προϋποθέσεις (Conditions)

Το τμήμα της ασφαλιστικής σύμβασης που περιγράφει τα καθήκοντα και τις ευθύνες τόσο του ασφαλισμένου όσο και της ασφαλιστικής εταιρείας.

Ουσιώδες Γεγονός (Material Fact)

Ζωτική πληροφορία που απαιτείται για να ληφθεί μια απόφαση από το Τμήμα Underwriting.

Όχημα (Vehicle)

Ως όχημα ορίζεται κάθε αυτοκινούμενη, ή όχι, κατασκευή, η οποία έχει σκοπό την μεταφορά ανθρώπων ή αντικειμένων, κινείται επί του εδάφους και όχι σε σιδηροτροχιές, με τη βοήθεια μηχανικής ή ηλεκτρικής ενέργειας, ανεξάρτητα από τον αριθμό των τροχών.

Ο

Object Insured

Any property (e.g. car, boat) or any event, the occurrence of which causes the creation or loss of legal rights of the insured.

Occurrence

The occurrence of the insured risk which obliges the insurer to indemnify the insured entity for the damage incurred.

Over-Insurance

Insurance of assets at a higher value than the actual one. This may be due, either to involuntary overestimation of the insurance value of the object or to deliberate fraudulent intention on behalf of the Insurance Recipient – insured entity. It is contrary to, both, the insurance risk management principle and the existing legislation. “It is the case where the insured sum of an object is greater than its actual value (article 17, L.2496/97)”.

Own Damages

Refers to the losses incurred by the insured vehicle in case of an accident where the insured person is liable or even the case where the vehicle is found crashed from an unknown cause.

P

Policy Expiration

The specific date on which the duration of the insurance policy ends

Policy Fee

An integrated amount in the insurance premium to cover insurance policy costs.

Preferred Risk

Any risk considered to be better than the standard risk on which the premium rate is calculated.

Premium

The amount paid by the Insurance Recipient to the insurance company in exchange for the provided insurance protection for a specified period of time.

Professional Liability or Indemnity Insurance

Third party liability of a professional or business entity for committed errors or omissions in the performance of their business activities.

Proposal

The written or oral policyholder’s proposal about the risk she/he wishes to insure. The prospective policyholder completes and signs a written application on a special form provided by the Insurance Intermediary of the policyholder. If the proposal is approved by the Intermediary, then, the insurance contract is signed.

Proximate Cause

Act or omission of an unbroken sequence of events resulting in bodily injury or material damage. Refers to the proof of evidence of the insured, upon submission of the claim on the loss incurred that is covered by the insurance policy. The proximate cause of the damage should be covered by the terms of the contract.

Π

Παραγραφή (Statute of Limitations)

Κάθε αξίωση που πηγάζει από ασφαλιστική σύμβαση απευθυνόμενη είτε κατά του ασφαλιστή, είτε κατά του ασφαλισμένου, παραγράφεται στις ασφαλίσεις κατά των ζημιών, μετά την πάροδο τεσσάρων (4) ετών από το τέλος του χρόνου μέσα στον οποίο γεννήθηκε.

Περιθώριο Φερεγγυότητας (Solvency Margin)

Αντιστοιχεί στην ελεύθερη βάρους περιουσία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων για την αντιμετώπιση των επιχειρηματικών κινδύνων. Το ελάχιστο Περιθώριο Φερεγγυότητας είναι ανάλογο προς τον συνολικό όγκο εργασιών της επιχείρησης. Είναι εκείνο το ποσό κατά το οποίο το σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού υπερβαίνει το σύνολο των στοιχείων του παθητικού μιας ασφαλιστικής επιχείρησης.

Περίοδος Κάλυψης (Coverage Period)

Βλ. «Διάρκεια Ασφάλισης ή Διάρκεια Συμβολαίου ή Περίοδος Ασφάλισης».

Ποινική Νομική Προστασία (Criminal Legal Protection)

Κάλυψη υπεράσπισης σε ποινικά δικαστήρια σε περίπτωση που στον οδηγό του ασφαλισμένου οχήματος ασκηθεί ποινική δίωξη κατόπιν εμπλοκής του σε τροχαίο ατύχημα έχοντας ο ίδιος επιφέρει τραυματισμό ή / και απώλεια ζωής τρίτων. Καλύπτει, επίσης, διαφορές σε εμπορικές συναλλαγές ή συμβάσεις που αφορούν το ασφαλισμένο όχημα.

Πολλαπλή Ασφάλιση ή Συνασφάλιση (Co-Insurance)

Βλ. «Συνασφάλιση».

Ποσοστό Ζημίας (Loss Ratio)

Αναλογική σχέση υφισταμένων ζημιών και δεδουλευμένων ασφαλίστρων εκφραζόμενη σε ποσοστό. Υπολογίζεται ως εξής: Πληρωθείσες αποζημιώσεις + προβλέψεις εκκρεμών ζημιών τέλους έτους – προβλέψεις εκκρεμών ζημιών αρχής έτους προς εγγεγραμμένα ασφάλιστρα – προβλέψεις μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων και κινδύνων σε ισχύ τέλους έτους + προβλέψεις μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων και κινδύνων σε ισχύ αρχής έτους.

Πραγματογνώμονας (Expert)

Φυσικό ή νομικό πρόσωπο αρμόδιο για την έρευνα των αιτίων ή συνθηκών των ζημιών, την εκτίμηση τους και το ύψος των καταβλητέων αποζημιώσεων.

Πράσινη Κάρτα (Green Card)

Το έγγραφο βεβαίωσης διεθνούς ασφάλισης που απαιτείται από τις αρμόδιες ξένες αρχές για την πιστοποίηση της ασφάλισης του αυτοκινήτου περί της κάλυψης αστικής ευθύνης στο εξωτερικό, σύμφωνα με τον Ν.489/1976 και τις διατάξεις που κάθε φορά καθορίζει το Γραφείο Διεθνούς Ασφάλισης. Εκδίδεται από την ασφαλιστική εταιρεία κατόπιν αιτήσεως του ασφαλισμένου για να ταξιδέψει εκτός των ορίων της ελληνικής επικράτειας. Το πιστοποιητικό ισχύει για ένα (1) μήνα ή για ακέραιο πολλαπλάσιο του μήνα και ποτέ η ισχύς του δεν μπορεί να υπερβαίνει την διάρκεια ισχύος του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.

Προμήθεια (Commission)

Ποσοστό του ασφαλίστρου που πληρώνεται σε ασφαλιστή από την ασφαλιστική εταιρεία ως αμοιβή για την πώληση και την εξυπηρέτηση.

Προσαύξηση (Surcharge)

Πρόσθετη χρέωση που εφαρμόζεται από την ασφαλιστική εταιρεία. Για την ασφάλιση των αυτοκινήτων, μια επιπλέον χρέωση σε εκείνα τα οχήματα που έχουν προκαλέσει ζημία λόγω ατυχήματος ή για ειδικούς κινδύνους που δεν αντιμετωπίζονται από συνήθεις παράγοντες αξιολόγησης.

Πρόσθετη Πράξη (Endorsement)

Μερική τροποποίηση όρων ή στοιχείων του ασφαλιστηρίου συμβολαίου κατόπιν έγγραφης συμφωνίας του ασφαλισμένου και της εταιρείας. Αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.

Προσχώρηση (Adhesion)

Το ασφαλιστήριο συμβόλαιο είναι συμβόλαιο προσχωρήσεως διότι ο αντισυμβαλλόμενος πρέπει να προσχωρήσει ή να αποδεχθεί τους καθιερωμένους, προϋπάρχοντες όρους ενός προκαθορισμένου συμβολαίου.

Πρόταση Ασφάλισης (Proposal)

Βλ. «Αίτηση ή Πρόταση Ασφάλισης».

Προτιμώμενος Κίνδυνος (Preferred Risk)

Οποιοσδήποτε κίνδυνος θεωρούμενος καλύτερος από τον τυπικό κίνδυνο επί του οποίου υπολογίζεται το ασφάλιστρο.

Q

Ρ

Ρήτρα (Clause)

Τμήμα σε ασφαλιστήριο συμβόλαιο που εξηγεί, καθορίζει ή διευκρινίζει τους όρους της κάλυψης.

Ρυμούλκηση (Towing)

Βασική κάλυψη ασφαλιστηρίου συμβολαίου συνεπεία ατυχήματος κατά την οποία το όχημα ρυμουλκείται στο πλησιέστερο του τόπου ατυχήματος κατάλληλο συνεργείο της επιλογής του ασφαλισμένου (εντός Νομού που λαμβάνει χώρα η βλάβη) προς επισκευή και εφόσον το όχημα δεν επισκευάζεται στον τόπο ακινητοποιήσεως του.

R

Reinsurance

The insurer’s partial assignment of risks to another insurer or reinsurer, or more simply, the partial insurance of risks undertaken by a specialist insurer that is called reinsurer having as a main goal to disperse risks based on predetermined conditions or existing contracts. Reinsurance helps achieve the dispersion of risk into smaller parts and enables their underwriting from other insurance or reinsurance companies.

Release

Legally binding contract according to which all the declared liabilities of the past, present or future arising from a particular accident, incident or occurrence have been fulfilled.

Renewal

The renewal of the insurance contract between the insurer (contractor) and the Insurance Recipient, provided that it hasn’t been canceled the immediate previous insurance policy by the insurance company or the contracted party.

Replacement Cost

The repair or replacement cost of an insured item. Some insurance companies pay the market value of the item at the time of the loss, instead of repair or replacement costs. It includes the full cost of repairing an item or buying a new one to replace the damaged item

Replacement Cost Insurance

The insurer has to restore a person or entity and bring him/her back to the economic state that had been before the accident’s occurrence. Refers to property insurance for the cost of replacement, provided that the insured sum (amount), corresponds to the replacement value.

Reserve

The present value of future claims less the present value of future premiums. Used for pending or future claims or other hazards.

Reserve for Outstanding Losses

Reserve created to enable the insurance company meet its liabilities concerning pending claims at the end of the financial year, expecting clearance of the claims settlement procedure.

Risk

The extent or likelihood that a certain loss will occur. In insurance terminology, it denotes: 

  1. An insured entity.
  2. A risk against which the insurance is put into effect. 

Risk Improvement or Betterment

Those risks that mitigate the tendency of re-occurrence or limit the extent of its consequences. In the branch of cars, improved risk is considered the non-accident occurrence.

Σ

Συμβαλλόμενος (Contracting Party)

Βλ. «Ασφαλιστής ή Ασφαλιστική Εταιρεία».

Συνασφάλιση ή Πολλαπλή Ασφάλιση (Co-Insurance)

Συνασφάλιση είναι η ασφάλιση ενός ασφαλισμένου αντικειμένου, την ίδια χρονική στιγμή, κατά του ιδίου κινδύνου, σε δύο (2) ή περισσότερους ασφαλιστές. Αποτελεί μορφή ασφάλισης με περισσότερες από μια ασφαλιστικές εταιρείες, όπου η καθεμία αναλαμβάνει κατ’ αναλογία ποσοστό του κινδύνου. Οι ασφαλίσεις αυτού του τύπου είναι ισχυρές μέχρι την έκταση της ασφαλιστικής ζημίας, ή αναλογικά για τον κάθε ασφαλιστή, μέχρι το ποσό της σύμβασης του. Αν τα επί μέρους ασφαλιστικά ποσά δεν υπερβαίνουν την ασφαλιστική αξία, τότε έχουμε συνασφάλιση. Ο αντισυμβαλλόμενος ή λήπτης της ασφάλισης, οφείλει να γνωστοποιεί σε κάθε ασφαλιστή που συνασφαλίζει, την ύπαρξη και των άλλων ασφαλιστικών συμβάσεων. Σε περίπτωση που ο λήπτης της ασφάλισης παραλείψει με δόλο να γνωστοποιήσει την ύπαρξη συνασφάλισης στους συνασφαλιστές, η ασφάλιση θεωρείται ανίσχυρη. Ο νόμος προβλέπει ότι στην συνασφάλιση μπορεί να υπάρχει ή και να μην υπάρχει συνεννόηση μεταξύ των συνασφαλιστών.

Συνεργαζόμενο Συνεργείο (Select Repair Shop)

Επιλεγμένο συνεργείο από την ασφαλιστική εταιρεία το οποίο είναι εξουσιοδοτημένο να χειρίζεται την επισκευή των ασφαλισμένων οχημάτων, χωρίς την ανάγκη επιθεώρησης εκ μέρους ανατιθέμενου διακανονιστή. Οι ιδιοκτήτες των οχημάτων θα πρέπει να έχουν πάντα το δικαίωμα να επιλέγουν το συνεργείο της επιλογής τους.

Συνεχής Κάλυψη (Continuous Coverage)

Κάλυψη συνεχούς χρονικής περιόδου κατά την οποία παραμένει ασφαλισμένο ένα όχημα χωρίς να μεσολαβεί κενό κατά το οποίο το όχημα μένει ανασφάλιστο, όπως για παράδειγμα, η περίπτωση που ξέχασε κανείς να πληρώσει έγκαιρα το ασφάλιστρο για την ανανέωση του ασφαλιστηρίου συμβολαίου του ή επειδή το ασφαλιστήριο συμβόλαιο ακυρώθηκε για άλλους λόγους.

Σύστημα Αντιμπλοκαρίσματος Τροχών [Anti-Lock Braking System (ABS)]

Ελεγχόμενο από υπολογιστή σύστημα υψηλής πίεσης που βοηθά το φυσιολογικό σύστημα πέδησης του οχήματος. Επιτρέπει σε όλους τους τροχούς να επιβραδύνουν με τον ίδιο ρυθμό, αποτρέποντας έτσι την απώλεια του ελέγχου.

Σύστημα Διακυβέρνησης (System of Governance)

Αποτελείται από διαφανές και επαρκές οργανόγραμμα με σαφή κατανομή και κατάλληλο χωρισμό αρμοδιοτήτων, καθώς και από αποτελεσματικό μηχανισμό για την μετάδοση των πληροφοριών εντός της επιχείρησης. Περιλαμβάνει την ίδια αξιολόγηση κινδύνου και φερεγγυότητας της ασφαλιστικής επιχείρησης.

Συχνότητα Ατυχήματος (Accident Frequency)

Ο αριθμός των φορών που συμβαίνει ένα ατύχημα. Χρησιμοποιείται από αναλογιστές για την πρόβλεψη των ζημιών και τον καθορισμό των ασφαλίστρων.

Συχνότητα Ζημιών (Loss or Claims Frequency)

Ο αριθμός ζημιών, σε μια συγκεκριμένη περίοδο έκθεσης στον κίνδυνο, όπως ο αριθμός ζημιών ανά όχημα σε ένα ημερολογιακό έτος ή ανά συμβόλαιο με συγκεκριμένη διάρκεια. Η συχνότητα ζημιών αναφέρεται στην προβλεφθείσα αναλογία ζημιών του ασφαλισθέντος οχήματος και στον αριθμό ζημιών που θα προκύψει για ένα συγκεκριμένο διάστημα. Το ποσοστό συχνότητας ζημιών χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του μέσου κόστους ζημιών, που με την σειρά του καθορίζει τα ασφάλιστρα.

Σωματικές Βλάβες (Bodily Injury)

Τραυματισμός που έχει υποστεί κάποιο πρόσωπο.

S

Salvage

Damaged asset that can be retrieved, reconditioned and sold to reduce an insured loss.

Select Repair Shop

Body shop or repair workshop selected by the insurance company which is authorised to handle the repair of insured vehicles, without the need for inspection on behalf of an assigned adjuster. Vehicle owners should always have the right to select the repair workshop of their choice.

Settlement Bureau

The Bureau (Office) of the country where the accident has taken place. It is responsible for handling and settling the damage occurred in the country which was caused by a vehicle covered under a valid Green Card or has a Member State license plate (EEC). It acts in exactly the same way that would have acted an insurance company in its State, handling the claims settlement from the accident report until the compensation stage of the procedure.

Single Premium

The whole amount paid, regarding the premium, upon signing the contract agreement.

Solvency

The European institutional framework regulating the financial operation of the insurance and reinsurance companies operating in the European Union and the European Economic Area (EEA). The aim of solvency is to strengthen the protection of the policyholders, setting a broader network of qualitative and quantitative requirements, which in turn are aimed at strengthening the capital base of insurance companies and their shield against any kind of risk to which they are exposed.

Solvency Margin

Corresponds to the amount by which the assets of the insurance company, at fair values, are considered to exceed its liabilities and other comparable commitments. The minimum solvency margin is proportional to the total volume of the company’s business. It functions as the company’s buffer particularly against the risks related to investment activities.

Special Conditions

The conditions that complement or modify the General Provisions and override them. They govern the insurance contract but with reference to the specific insured object.

Statute of Limitations

Any claim arising from an insurance contract, addressed either against the insurer or the insured entity, lapses in indemnity insurance after four (4) years from the end of the year in which it was born.

Subrogation

The assignment on behalf of the insured entity, upon receiving the indemnity, to the insurer of all the rights against any third party who caused the damage. After the payment of the indemnity, the insurer fully acquires the insured entity’s rights which may be exercised against any third party.

Substandard Risk

Those risks that have an unordinary higher probability of occurrence than has the ordinary group of risks to which they belong.

Successive Insurance

In indemnity insurance, there’s the case, the Insurance Recipient to be succeeded by another Insurance Recipient. This can occur e.g. due to transfer of the insured object such as the car sale, etc. In such a case, within thirty (30) days at the latest, from the day he becomes aware of such a succession, the insurer is entitled to terminate the contract.

Sum Insured

The maximum compensation amount paid by the company in the case of risk occurrence and listed on the insurance policy. Refers to claims against damages incurred and includes increasing and decreasing changes due to wear and tear reasons as well as to devaluation causes.

Surcharge

Additional or extra charge applied by the insurance company. In the case of automobile insurance, it is an additional charge on those vehicles that have caused injury by accident or for specific risks that cannot be handled by normal rating factors.

System of Governance

Consists of a transparent and efficient organisational structure with clear and appropriate distribution of responsibilities. It also consists of an effective mechanism for transmission of information within the company. It includes the insurance company’s solvency and risk assessment.

Τ

Τμήμα Ζημιών (Damage Division or Claims Department)

Τμήμα Ζημιών που διαχειρίζεται την διεκπεραίωση αξιώσεων (ζημιών).

Τρέχουσα Εμπορική Αξία (Current Value or Present Value)

Η αξία του ασφαλισμένου αντικειμένου ακριβώς πριν συμβεί η ζημία συνυπολογιζομένης της μειώσεως αξίας λόγω φθοράς και παλαιότητας.

Τρίτος ή Τρίτο Μέρος (Third Party)

Πρόσωπο το οποίο δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος σε μια συμφωνία, αλλά με έμμεσο ενδιαφέρον για την συμφωνία.

Τροποποίηση ή Μεταβολή (Amendment)

Οποιαδήποτε αλλαγή στην βασική ασφαλιστική σύμβαση. Λαμβάνει χώρα μέσω πρόσθετης πράξης.

T

Theft

The illegal possession of property belonging to another entity with the intent to permanently deprive the owner from its use or possession. It may be “total” or “partial”. The latter involves removing parts or vehicle components which are necessary for its operation.

Third Party

A person who is not a party in an agreement, but has an indirect interest in the agreement.

Third Party Claim

Claim for injury or damage incurred to a third party’s property caused by the insured person.

Tort

Any human act against another person, contrary to the enacted law of the place where it occurs. It can be either intentional (deceit or fraud) or accidental (negligent). The Legal Protection and Criminal Legal Protection coverages are provided as defense against lawsuits arising from unintentional torts.

Total Loss

The condition of a vehicle or other form of property where the damage incurred is so extensive that repair costs would exceed the value of the vehicle or property.

Towing

Basic coverage in an insurance policy following an accident in which the vehicle is towed to the nearest repair workshop of the place of the accident (upon the insured’s choice but within the Prefecture that the incurred damage has taken place provided that the vehicle cannot be repaired at the place that has suffered the loss).

Υ

Υλική Ζημία (Material Damage)

Η ζημία που μπορεί να προκληθεί σε βάρος της περιουσίας του ασφαλισμένου.

Υπαιτιότητα (At-Fault)

Η ευθύνη εκείνου που προκάλεσε την ζημία, δηλαδή, πταίσμα (πρόθεση, βαριά αμέλεια, ελαφρά αμέλεια).

Υπασφάλιση (Under-Insurance)

Ασφάλιση περιουσιακού στοιχείου με μικρότερη αξία από την πραγματική του. Σε περίπτωση υπασφάλισης, εφαρμόζεται ο αναλογικός όρος, σύμφωνα με τον οποίο ο πελάτης αποζημιώνεται αναλογικά με την αξία που έχει ασφαλίσει. Ο κάτοχος του υπασφαλισμένου οχήματος μπορεί να λάβει μέρος του κόστους αντικατάστασης ή επισκευής των κατεστραμμένων αντικειμένων καλυπτομένων από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο. «Είναι η περίπτωση όπου το ασφαλισμένο κεφάλαιο ενός αντικειμένου είναι μικρότερο από την πραγματική αξία του (άρθρο 17, Ν.2496/97)».

Υπερασφάλιση (Over-Insurance)

Ασφάλιση περιουσιακού στοιχείου με μεγαλύτερη αξία από την πραγματική του. Αυτό μπορεί να οφείλεται, είτε σε ακούσια υπερτίμηση της ασφαλιστικής αξίας του αντικειμένου, είτε σε εκούσια δόλια πρόθεση του λήπτη της ασφάλισης – ασφαλισμένου. Αντίκειται τόσο στην ασφαλιστική αρχή διαχείρισης κινδύνου, όσο και στην υφιστάμενη νομοθεσία. «Είναι η περίπτωση όπου το ασφαλισμένο κεφάλαιο ενός αντικειμένου είναι μεγαλύτερο από την πραγματική αξία του (άρθρο 17, Ν.2496/97)».

Υποκατάσταση (Subrogation)

Η εκχώρηση εκ μέρους του ασφαλιζομένου, κατόπιν της είσπραξης του ασφαλίσματος, στον ασφαλιστή όλων των δικαιωμάτων έναντι παντός τρίτου που προκάλεσε τη ζημία. Μετά την καταβολή του ασφαλίσματος, ο ασφαλιστής υποκαθίσταται πλήρως, στα δικαιώματα του ασφαλισμένου, τα οποία μπορεί να ασκήσει έναντι παντός τρίτου.

Υποχρεωτική Ασφάλιση (Compulsory or Obligatory Insurance)

Η ασφάλιση που απαιτείται εκ του νόμου (π.χ. υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης οχημάτων και θαλάσσιων σκαφών αναψυχής).

U

Under-Insurance

Insurance of assets at a lower value than the actual one. In the case of under-insurance, the average clause rule is applied according to which the client is compensated proportionately to the value that has insured. The owner of the under-insured vehicle may participate in the replacement cost of repair or the repair of the damaged objects covered by the insurance policy. “It is the case where the insured sum of an object is less than its actual value (article 17, L.2496/97)”.

Underwriting

The process of identifying and classifying each candidate for insurance risk, the decision about whether or not to take the relevant risks, the determination of premiums and the definition of the terms and conditions regarding the insurance contract. It includes compliance with the maximum amounts (limits) set by each company for the assumption of their risks.

Unearned Premium

Collected premium for risks assumed by the insurer concerning the insurance period of the contract that has not expired yet. For example, in a six-month insurance policy, at the end of the first (1) month, the unearned premium will be the 5/6 of the insurance policy.

Unearned Premium Reserve

Reserve created to meet the claims that may arise in the future from unexpired insurance policies.

Unexpired Risk

Risk that has not expired yet. At the end of each financial year, many of the risks assumed by the insurance company have not expired yet.

Usage

The primary function or purpose that the vehicle in intended to fulfill regarding its operation, based on the detailed description of the vehicle’s license.

Utmost Good Faith

The policyholder is the one who knows better the nature of the actual risk and must reveal all the “essential facts” of the risk to be insured. By doing so, enables the insurer to decide whether or not the particular risk should be underwritten.

Φ

Φερεγγυότητα (Solvency)

Πρόκειται για το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο που ρυθμίζει την χρηματοοικονομική λειτουργία των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τον Ενιαίο Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ). Στόχος της φερεγγυότητας είναι η ενδυνάμωση της προστασίας των ασφαλισμένων, θέτοντας ένα ευρύτερο πλέγμα ποιοτικών και ποσοτικών απαιτήσεων, οι οποίες αποβλέπουν στην ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και της θωράκισης τους έναντι κάθε είδους κινδύνων στους οποίους αυτές εκτίθενται.

Φιλικός Διακανονισμός (Amicable Settlement)

Σύστημα διακανονισμού ζημιών του κλάδου αυτοκινήτου, στο οποίο συμμετέχουν ορισμένες ασφαλιστικές εταιρείες, βάσει του οποίου ο μη υπαίτιος ζημιωθείς σε ένα τροχαίο ατύχημα θα αποζημιωθεί από την δική του ασφαλιστική επιχείρηση. Σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος, ο πελάτης απαλλάσσεται από την υποχρέωση να στραφεί κατά της ασφαλιστικής εταιρείας του υπαιτίου οδηγού, καθώς αποζημιώνεται από τη δική του εταιρεία. Τα δύο εμπλεκόμενα μέρη συμπληρώνουν το έντυπο του Φιλικού Διακανονισμού και τα προσκομίζουν στην ασφαλιστική τους εταιρεία. Προϋπόθεση είναι και τα δύο αυτοκίνητα να είναι ασφαλισμένα σε εταιρείες που συμμετέχουν στο Σύστημα Άμεσης Πληρωμής. Το συγκεκριμένο σύστημα δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί στην περίπτωση όπου οι σωματικές βλάβες μη υπαιτίου οδηγού ή/και συνεπιβαινόντων από το ίδιο ατύχημα ξεπερνούν το συνολικό ποσό των 30,000€.

Φροντίδα Ατυχήματος (Accident Care)

Σε περίπτωση ατυχήματος, ο ασφαλιζόμενος μπορεί να καλέσει οποιαδήποτε ώρα στην Φροντίδα, η οποία αποστέλλει άνθρωπο για την βοήθεια καταγραφής των στοιχείων του συμβάντος, την σύνταξη δήλωσης ατυχήματος και την λήψη φωτογραφιών.

Φυσικά Φαινόμενα (Natural Disasters)

Φαινόμενα ή πράξεις της φύσης πέρα από ανθρώπινο έλεγχο ή επιρροή. Τέτοιες πράξεις περιλαμβάνουν, τυφώνες, σεισμούς και πλημμύρες.

Φυσιολογική Φθορά ή Φθορά από Χρήση (Wear and Tear)

Η φθορά/επιδείνωση της κατάστασης αντικειμένων από την χρήση τους, την παλαιότητα τους ή τις συνθήκες περιβάλλοντος.

V

Vandalism

Destruction or defacement of property (e.g. car).

Vehicle

As a vehicle is defined each self-propelled-or not-construction, intended to transport people or objects moving on the ground and not on rails, with mechanical or electrical energy support, regardless of the number of wheels.

Vehicle Rental or Car Rental

That vehicle rented for short periods of time between a few hours and a few weeks. Often, the user is allowed to return it to a different location from the pick-up point. It is primarily located near airports or busy city areas and is often rented through a website allowing online reservations.

Void

Insurance contract which, for some reason specified in the contract, is exempted from any legal effect. Refers to those cases where contracts are declared void from the effective date. For example, an insurance contract could be canceled from the effective date, when the information provided by the applicant at the moment of the contract agreement, is proven untrue.

Χ

Χρήση (Usage)

Ο κύριος σκοπός κατά τον οποίο είναι προορισμένο το όχημα, βάσει της άδειας κυκλοφορίας του, να λειτουργεί.

W

Wear and Tear

The damage/deterioration in the state of objects due to their use, age or environmental conditions.

Withdrawal Right

Right of the client under the current legislation and for a specific time period [within fourteen (14)] days from the date of the insurance policy’s receipt and for whatever reason (e.g. she/he changed his/her mind). In case of withdrawal from the insurance contract, the unearned premiums are refunded after deducting the policy fee and the costs incurred.

Ψ

Ψευδής Δήλωση (Misrepresentation)

Δήλωση ψευδών στοιχείων που παρέχονται κατά την συμπλήρωση της αίτησης ασφαλίσεως και οδηγεί την ασφαλιστική εταιρεία να εκδώσει ένα συμβόλαιο, το οποίο υπό διαφορετικές συνθήκες δεν θα είχε εκδώσει.

X

Ω

Y

Z