Επαγγελματίες ασφάλισης

Η ιδιωτική ασφάλιση ασκείται στην Ελλάδα από:  

  • Ανώνυμες ασφαλιστικές επιχειρήσεις Ελληνικές κ αλλοδαπές που έχουν έδρα την Ελλάδα.
  • Ασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν έδρα σε τρίτη χώρα εκτός της ΕΕ και του ΕΟΧκαι δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα υπό καθεστώς εγκατάστασης (μέσω υποκαταστήματος).
  • Ασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν έδρα σε κράτος – μέλος της ΕΕ ή του ΕΟΧ και δραστηριοποιούνται στην Ελλάδαυπό καθεστώς εγκατάστασηςή  ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (ΕΠΥ).
  • Αλληλασφαλιστικούς συνεταιρισμούς

Ανώνυμες ασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν έδρα την Ελλάδα

Η λειτουργία ασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα την Ελλάδα προϋποθέτει άδεια που χορηγείται με απόφαση της Εποπτικής Αρχής. Η άδεια ισχύει για το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ενιαία άδεια) σε περίπτωση που η ενδιαφερόμενη επιχείρηση πρόκειται να ασκήσει τις δραστηριότητές της σε άλλο κράτος-μέλος, είτε με καθεστώς εγκατάστασης, δηλαδή υποκατάστημα, είτε με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.Δ. 400/1970.

Για ασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν έδρα την Ελλάδα και συνιστώνται μετά την έναρξη ισχύος του Π.Δ. 118/85 (ΦΕΚ Α’ 35), η άδεια λειτουργίας τους χορηγείται αποκλειστικά για την άσκηση είτε ασφαλίσεων κατά ζημιών είτε ασφαλίσεων ζωής. Ασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν έδρα την Ελλάδα και οι οποίες κατά τη δημοσίευση του Π.Δ. 118/85 ασκούσαν ασφαλίσεις κατά ζημιών μαζί με ασφαλίσεις ζωής μπορούν να εξακολουθήσουν την ταυτόχρονη άσκηση των δύο δραστηριοτήτων, υπό τον όρο ότι κάθε δραστηριότητα θα τελεί υπό χωριστή διαχείριση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 52β του Ν.Δ. 400/1970.   Στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται:

  1. Ασφαλιστικές επιχειρήσεις ζωής,
  2. Ασφαλιστικές επιχειρήσεις ζημιών και
  3. Ασφαλιστικές επιχειρήσεις μικτής δραστηριότητας.

Στο πλαίσιο της δραστηριότητας (Κλάδοι ασφάλισης ζωής ή Κλάδοι ασφαλίσεων ζημιών) την οποία επιθυμεί να ασκήσει η ασφαλιστική επιχείρηση, της χορηγείται από την εποπτική αρχή η άδεια λειτουργίας κατά κλάδο ασφάλισης, για όλους ή μερικούς από τους κινδύνους που υπάγονται στον κάθε κλάδο, καθώς και κατά ομάδα κλάδων ασφαλίσεων σύμφωνα με την κατάταξη που προβλέπεται στο άρθρο 13 τουΝ.Δ. 400/1970.

Επίσης, στην εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος υπάγονται και οι δραστηριότητες των ελληνικών ασφαλιστικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον ευρωπαϊκό οικονομικό χώρο, σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.  

Ασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν έδρα σε τρίτη χώρα (εκτός της ΕΕ και του ΕΟΧ)

Στην εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος υπάγονται επίσης οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν έδρα σε τρίτη χώρα (εκτός της ΕΕ και του ΕΟΧ) και ασκούν ασφάλιση στην Ελλάδα υπό καθεστώς εγκατάστασης σύμφωνα με τα άρθρα 3α και 20 του Ν.Δ. 400/1970.  

Ασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν έδρα σε κράτος – μέλος της ΕΕ και του ΕΟΧ

Ασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν έδρα σε κράτος–μέλος της ΕΕ και του ΕΟΧ, μπορούν να ασκούν ασφάλιση στην Ελλάδα, είτε υπό καθεστώς εγκατάστασης, δηλαδή υποκατάστημα, είτε υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, σύμφωνα με τις διατάξεις του 7ου Κεφαλαίου του Ν.Δ. 400/1970.

Η εποπτεία της δραστηριότητας αυτών των ασφαλιστικών επιχειρήσεων πραγματοποιείται από τις εποπτικές αρχές των κρατών-μελών όπου έχουν την έδρα τους οι εν λόγω ασφαλιστικές επιχειρήσεις.  

Αλληλασφαλιστικοί συνεταιρισμοί Στην εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος υπάγονται οι οργανισμοί που ασκούν την αμοιβαία ασφάλιση ή αλληλασφάλιση, με αποκλειστικό σκοπό την αλληλασφάλιση των μελών τους.  Οιαλληλασφαλιστικοί συνεταιρισμοίλειτουργούν σύμφωνα τα άρθρα 35, 36 και 37 τουΝ.Δ. 400/1970 και μπορούν να ασκούν αποκλειστικά ασφαλιστικές εργασίες που κατατάσσονται και ταξινομούνται στις ασφαλίσεις κατά ζημιών.

Επαγγελματίες ασφαλίσεων

Μεσίτης ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων   

Μεσίτης είναι το πρόσωπο, το οποίο έχει ως έργο, κατ’ εντολή του ασφαλιζόμενου, χωρίς να δεσμεύεται ως προς την επιλογή της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, έναντι προμήθειας που καταβάλλεται από τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, να φέρει σε επαφή ασφαλιζόμενους ή αντασφαλιζόμενους και ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, να προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες προπαρασκευαστικές εργασίες για την σύναψη ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών συμβάσεων, να λαμβάνει την αποδοχή από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και την έγκριση του ασφαλιζόμενου ή αντασφαλιζομένου και να βοηθά κατά την διαχείριση και την εκτέλεση τους, ιδίως σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου. Ο μεσίτης ασφαλίσεων πρέπει να απολαμβάνει νομικής και οικονομικής ανεξαρτησίας έναντι των ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Η ιδιότητα του μεσίτη ασφαλίσεων είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του ασφαλιστικού πράκτορα, με την ιδιότητα του συνδεδεμένου ασφαλιστικού διαμεσολαβητή καθώς και με την ιδιότητα του γενικού διευθυντή ή διευθυντή ή εκπροσώπου ασφαλιστικής επιχείρησης. Προϋποθέσεις για την νόμιμη άσκηση της δραστηριότητας του μεσίτη ασφαλίσεων είναι η εγγραφή του στο Επαγγελματικό Επιμελητήριο της έδρας του, (τα δικαιολογητικά για την εγγραφή περιέχονται στο Π.Δ. 190/2006 και στην υπουργική απόφαση K3-8010 08/08/2007 του Υπουργού Ανάπτυξης) καθώς και πιστοποιητικό επιτυχούς δοκιμασίας σε εξετάσεις που επιμελείται η Τεχνική Επιτροπή Εκπαίδευσης και Εξετάσεων Διαμεσολαβούντων του Υπουργείου Ανάπτυξης. Στην περίπτωση νομικού προσώπου, τα έγγραφα και πιστοποιητικά που αναφέρονται στο αρ. 4, παρ. Α, εδ. α-στ, Π.Δ. 190/2006, αφορούν και τους υπαλλήλους που συμμετέχουν άμεσα στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική διαμεσολάβηση ή δραστηριοποιούνται ως συνδεδεμένοι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές.

Ασφαλιστικός Πράκτορας

Ασφαλιστικός πράκτορας είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει ως έργο την ανάληψη με σύμβαση, έναντι προμήθειας, ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μιας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Ο ασφαλιστικός πράκτορας παρουσιάζει, προτείνει, προπαρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει ο ίδιος ή διαμέσου άλλων διαμεσολαβούντων για λογαριασμό μιας ή περισσοτέρων ασφαλιστικών επιχειρήσεων ασφαλιστικές συμβάσεις. Επίσης παρέχει στον ασφαλισμένο κάθε αναγκαία συνδρομή κατά την διάρκεια της ασφαλιστικής σύμβασης και ιδιαίτερα μετά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης. Με την σύμβαση πρακτόρευσης μπορεί να περιορίζεται το δικαίωμα του ασφαλιστικού πράκτορα να συνάπτει συμβάσεις πρακτόρευσης και με άλλες ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Η ιδιότητα του ασφαλιστικού πράκτορα είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του μεσίτη ασφαλίσεων καθώς και με την ιδιότητα του γενικού διευθυντή ή διευθυντή ή εκπροσώπου ασφαλιστικής επιχείρησης. Προϋποθέσεις για την νόμιμη άσκηση της δραστηριότητας του ασφαλιστικού πράκτορα είναι η εγγραφή του στο Επαγγελματικό Επιμελητήριο της έδρας του, (τα δικαιολογητικά για την εγγραφή περιέχονται στο Π.Δ. 190/2006 και στην υπουργική απόφαση K3-8010-08/08/2007 του Υπουργού Ανάπτυξης) καθώς και πιστοποιητικό επιτυχούς δοκιμασίας σε εξετάσεις που επιμελείται η Τεχνική Επιτροπή Εκπαίδευσης και Εξετάσεων Διαμεσολαβούντων του Υπουργείου Ανάπτυξης. Στην περίπτωση νομικού προσώπου, τα έγγραφα και πιστοποιητικά που αναφέρονται στο αρ. 4, παρ. Α, εδ. α-στ, Π.Δ. 190/2006, αφορούν και τους υπαλλήλους που συμμετέχουν άμεσα στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική διαμεσολάβηση ή δραστηριοποιούνται ως συνδεδεμένοι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές.  

Συντονιστής Ασφαλιστικών Συμβούλων

Συντονιστής ασφαλιστικών συμβούλων είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο για λογαριασμό μιας ασφαλιστικής επιχείρησης ζωής ή και μιας μόνο ασφαλιστικής επιχείρησης ασφαλίσεων κατά ζημιών, έναντι προμήθειας διαμεσολαβεί στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων διαμέσου ομάδας ασφαλιστικών συμβούλων, τους οποίους επιλέγει, εκπαιδεύει και εποπτεύει. Η σχέση που συνδέει το συντονιστή ασφαλιστικών συμβούλων με την ασφαλιστική επιχείρηση είναι σύμβαση έργου, η οποία καταρτίζεται εγγράφως. Σε περίπτωση ύπαρξης επιπλέον σύμβασης εξαρτημένης εργασίας του συντονιστή ως διευθυντή γραφείου πωλήσεων ασφαλίσεων, η σύμβαση έργου παραμένει ανεξάρτητη και δεν απορροφάται από την σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Η σχέση που συνδέει το συντονιστή ασφαλιστικών συμβούλων με την ασφαλιστική επιχείρηση είναι σύμβαση έργου, η οποία καταρτίζεται εγγράφως. Η ιδιότητα του συντονιστή ασφαλιστικών συμβούλων καθίσταται ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του γενικού διευθυντή ή διευθυντή ή εκπροσώπου ασφαλιστικής επιχείρησης. Προϋποθέσεις για την νόμιμη άσκηση της δραστηριότητας του συντονιστή ασφαλιστικών συμβούλων είναι η εγγραφή του στο Επαγγελματικό Επιμελητήριο της έδρας του, (τα δικαιολογητικά για την εγγραφή περιέχονται στο Π.Δ. 190/2006 και στην υπουργική απόφαση K3-8010-08/08/2007 του Υπουργού Ανάπτυξης) καθώς και πιστοποιητικό επιτυχούς δοκιμασίας σε εξετάσεις που επιμελείται η Τεχνική Επιτροπή Εκπαίδευσης και Εξετάσεων Διαμεσολαβούντων του Υπουργείου Ανάπτυξης. Στην περίπτωση νομικού προσώπου, τα έγγραφα και πιστοποιητικά που αναφέρονται στο αρ. 4, παρ. Α, εδ. α-στ, Π.Δ. 190/2006, αφορούν και τους υπαλλήλους που συμμετέχουν άμεσα στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική διαμεσολάβηση ή δραστηριοποιούνται ως συνδεδεμένοι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές.

Διαμεσολαβούντες – Εργασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Ασφαλιστικός ή αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής, ο οποίος προτίθεται να ασκήσει τις δραστηριότητες του για πρώτη φορά σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη με καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης ή ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, ενημερώνει την Τράπεζα της Ελλάδος. Εντός προθεσμίας ενός μηνός μετά την ενημέρωση αυτή, η Τράπεζα της Ελλάδος γνωστοποιεί στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής την πρόθεση του ασφαλιστικού ή αντασφαλιστικού διαμεσολαβητή να δραστηριοποιηθεί στην επικράτειά τους, ενημερώνοντας ταυτόχρονα τον ενδιαφερόμενο διαμεσολαβητή. 

Ο ασφαλιστικός ή αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής μπορεί να αρχίσει τη δραστηριότητα του στο κράτος της ΕΕ, προς το οποίο εστάλη η ως άνω Γνωστοποίηση, μετά την πάροδο ενός μήνα από την ημερομηνία κατά την οποία πληροφορήθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος ότι ολοκληρώθηκε η διαδικασία της παραπάνω παραγράφου. Ο διαμεσολαβητής μπορεί να αρχίσει αμέσως την δραστηριότητα του, αν το κράτος-μέλος υποδοχής δεν επιθυμεί να λαμβάνει τη σχετική γνωστοποίηση.

Υποχρεώσεις και δικαιώματα  

Υποχρεώσεις ασφαλισμένου

Κατά την προτασφάλιση  πέραν των όσων ορίζει  ο 400/700 και τα προεδρικά διατάγματα όπως έχουν διαφοροποιηθεί, ο ασφαλιζόμενος υποχρεούται να απαντήσει γραπτώς σε έντυπο ερωτηματολόγιο της ασφαλιστικής εταιρείας. Δηλώνοντας τα στοιχεία του , στοιχεία κινδύνου  ,μετρά πρόληψης κα. Η ασφαλιστική εταιρία Από τη στιγμή που θα δεχτεί μέσω του διαμεσολαβητή  τις γραπτές αιτήσεις του υποψήφιου πελάτη της, είναι υποχρεωμένη να αποδεχτεί καθ ολοκληρίαν – υπο όρους ή να απορρίψει τον προς ασφάλιση κίνδυνο Μετά την αποδοχή του κίνδυνου πέραν των όσων ορίζονται στους γενικούς όρους εκάστης εταιρίας η ασφαλιστική εταιρία μπορεί να ακυρώσει την σύμβαση για τον λόγο που  ο ασφαλιζόμενος δεν είχε αναφέρει ή είχε αποκρύψει ουσιαστικά στοιχεία ή περιστατικά, Για τον ίδιο η για τον προς ασφάλιση κίνδυνο Αν από δόλο δεν έχουν δηλωθεί από τον ασφαλιζόμενο πραγματικά στοιχεία, η εταιρεία έχει δικαίωμα ακύρωσης της σύμβασης από την ημέρα που έλαβε γνώση της πραγματικής κατάστασης.
Ο ασφαλιζόμενος υποχρεούται να ενημερώνει τον ασφαλιστή εταιρία για οποιοδήποτε συμβάν σχετικό με την ασφάλισή του εντός πέντε  ημερών από το συμβάν.  Πχ  ατυχήματα ασθένειες κα.

Υποχρεώσεις ασφαλιστικής εταιρείας

Οι ασφαλιστικές εταιρείες πέραν των όσων ορίζει ο 400/700 και τα προεδρικά διατάγματα όπως έχουν διαφοροποιηθεί   υποχρεούνται να ενημερώνουν τον ασφαλισμένο πριν από τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης Για τις παροχές της επικείμενης σύμβασης και εφόσον ζητηθεί και τους επιμέρους ορούς τις σύμβασης επίσης οφείλουν να ενημερώνουν με σαφή και λεπτομερή τρόπο, γραπτώς σχετικά με τις εξαιρέσεις των ασφαλιστηρίων συμβολαίων. Οι εξαιρέσεις ποικίλουν από εταιρεία σε εταιρεία. Σε κάθε περίπτωση και μετά την παραλαβή της ασφαλιστικής σύμβασης ορίζετε από τον νόμο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα που Δίνατε ο λήπτης της ασφάλισης να ασκήσει το δικαίωμα αρνησικυρίας απέναντι στον ασφαλιστή εταιρία.

Δικαίωμα Εναντίωσης

Αν η ασφαλιστική εταιρεία δεν παραδώσει τις βασικές πληροφορίες για το υπό διαπραγμάτευση ασφαλιστήριο συμβόλαιο κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης της ασφάλισης, ο πελάτης έχει δικαίωμα εναντίωσης μέσα σε 14 μέρες από την παράδοση του ασφαλιστηρίου.
Σε περίπτωση που το περιεχόμενο του ασφαλιστηρίου παρεκκλίνει από αυτό που περιέχεται στην αίτηση για ασφάλιση, ο καταναλωτής έχει δικαίωμα εναντίωσης που ασκείται εντός ενός μηνός από την παράδοση του ασφαλιστηρίου. Αν ο ασφαλιστής <εταιρία> δεν τροποποιήσει τους όρους της σύμβασης η σύμβαση δεν ισχύει και ο ασφαλιζόμενος έχει δικαίωμα επιστροφής του ασφαλίστρου που τυχόν κατέβαλε. Οι ασφαλιστικές εταιρείες υποχρεούνται να παραδίδουν δύο χωριστά υποδείγματα δηλώσεων εναντίωσης μαζί με το ασφαλιστήριο συμβόλαιο

Δικαίωμα Υπαναχώρησης

Ο ασφαλιζόμενος έχει γενικό δικαίωμα υπαναχώρησης μετά τη σύναψη της σύμβασης για οποιοδήποτε λόγο το οποίο ασκείται εντός 14 ημερών από την παραλαβή του ασφαλιστηρίου.

Ασφάλιστρα 

Αναφορικά με τις συμβάσεις γενικών κλάδων π.χ αυτοκινήτου κατοικίας επιχείρησης κ.α Η ασφαλιστική εταιρεία υποχρεούται να ενημερώνει τον συμβαλλόμενο για την εξόφλησή των ασφαλίστρων πριν την λήξη της σύμβασης. Αν τα ασφάλιστρα δεν καταβληθούν μέσα  στην προθεσμία ισχύος, και πρίν την λήξη της σύμβασης τότε η σύμβαση αυτόματα παύει να ισχύει μετά της 12.00 το μεσημέρι.

αναφορικα με τις σύμβασεις κλαδου π.χ. υγειας, ζωης, συνταξης, και η οφειλόμενη δόση ασφαλίστρου δεν καταβληθεί ως τη λήξη της προθεσμίας χάριτος, τότε η ασφαλιστική εταιρεία είναι σε θέση χωρίς να ενημερώσει τον πελάτη να προβεί: α) σε νόμιμη ακύρωση του συμβολαίου και να μην επιστρέψει στον ασφαλιζόμενο τα κέρδη που έχει επιτύχει αν η οφειλόμενη δόση αναφέρεται σε χρόνο που προηγείται του χρόνου κατά τον οποίο το ασφαλιστήριο μπορεί να εξαγορασθεί, β) σε εξαγορά ενός μέρους του συμβολαίου και χρέωση του λογαριασμού επένδυσης του ασφαλισμένου με ένα ποσό που ισούται με το οφειλόμενο ασφάλιστρο αν η οφειλόμενη δόση ασφαλίστρου αφορά χρόνο που έπεται του χρόνου κατά τον οποίο το ασφαλιστήριο αποκτά αξία εξαγοράς.

Φρόνιμο είναι οι ασφαλισμένοι να ζητούν ενημέρωση για το πώς κατανέμονται τα ασφάλιστρα, δηλ. ποιο ποσό επενδύεται και ποιο ποσό παρακρατείται για τα έξοδα λειτουργίας της εταιρείας, καθώς και ποιο ποσό θα εισπράξει σε περίπτωση εξαγοράς.

Το έξοδα διαχείρισης, παραγωγής, είσπραξης που αφαιρούνται από το ασφάλιστρο σύμφωνα με την εκάστοτε τιμολογιακή πολιτική της ασφαλιστικής εταιρείας μειώνονται προοδευτικά καθώς “τρέχει” η ασφάλιση, ώστε να αυξάνεται το ποσό του ασφαλίστρου (μαθηματικό απόθεμα) που επενδύεται.

Υπ Ασφάλιση

Αυτός είναι πολύ βασικός όρος στον Κλάδο ασφαλίσεων σε όλες τις εμπράγματες ασφάλειες, και έχει άμεση σχέση με την τυχόν αποζημίωση που λαμβάνει ασφαλιζόμενος ή συμβαλλόμενος από την ασφαλιστική εταιρία που έχει εμπιστευτεί την περιουσία του. Η αποζημίωση είναι άμεσα συνδεδεμένη με το κεφάλαιο που ασφαλίζεται ο κίνδυνος “αυτοκίνητο – κατοικία – επιχείρηση – σκάφος άλλο” . Αν ο κίνδυνος ασφαλιστεί στην πραγματική του αξία (τρέχουσα αξία),τότε είτε ολική καταστροφή επέλθει, είτε μερική, ο κάτοχος θα αποζημιωθεί κανονικά είτε στην τρέχουσα αξία του οχήματός του (ολική καταστροφή), είτε στη μερική ζημιά (μερική καταστροφή). Αν επέλθει όμως μερική ζημιά και δεν έχει ασφαλιστεί το περιουσιακό του στοιχείο σε όλη του την αξία, αλλά μερικώς, τότε η τυχόν αποζημίωση θα δοθεί αναλογικά. Π.χ. Ένα κίνδυνος “όχημα” τρέχουσας αξίας 10.000 € ασφαλίζεται από τον κάτοχο για κάποιο λόγο (προφανώς οικονομικό) στις 5.000 €. (υπ΄ασφάλιση) Αυτό σημαίνει ότι εμπιστεύεται στην ασφαλιστική του Εταιρία το μισό της τρέχουσας αξίας της περιουσίας του, ενώ την ευθύνη για το άλλο μισό την αναλαμβάνει ο ίδιος. Οπότε, αν συμβεί ζημιά π.χ από φωτιά, κλοπή η όποιος άλλος κίνδυνος και το όχημα π.χ καεί ολοσχερώς, τότε η αποζημίωση που θα λάβει από την ασφαλιστική εταιρία θα ανέλθει στο ποσό των 5.000€,. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα μπορέσει με τα χρήματα αυτά να αγοράσει ένα ίδιο όχημα προκειμένου να καλύψει την ανάγκη του . Αν όμως επέλθει μερική καταστροφή της τάξης των 1.000€, τότε η αποζημίωση που δικαιούται θα ανέλθει στα 5/10 του ποσού της αποζημίωσης, δηλαδή στα 500€. Όπως γίνεται λοιπόν κατανοητό, η σωστή ασφάλιση του περιουσιακού στοιχείου είναι μονόδρομος, ώστε να επέρχεται και η σωστή αποζημίωση, όποτε χρειαστεί.

Υπέρ Ασφάλιση

Αυτός είναι πολύ βασικός όρος στον Κλάδο ασφαλίσεων σε όλες τις εμπράγματες ασφάλειες, και έχει άμεση σχέση με την τυχόν αποζημίωση που λαμβάνει ασφαλιζόμενος ή συμβαλλόμενος από την ασφαλιστική εταιρία που έχει εμπιστευτεί την περιουσία του. Συμβαίνει υπερασφάλιση όταν υπερεκτιμάμε τον κίνδυνο και ζητάμε να τον ασφαλίζουμε σε μεγαλύτερη αξία από την τρέχουσα σημερινή άξια . Σε περίπτωση επέλευσης περιστατικού τις ζημιάς ο ασφαλιστής εταιρία βάση νόμου θα αποζημιώσει με την τρέχουσα αξία του κινδύνου και όχι με την αξία την οποία ειχε καλυφτεί ο κίνδυνος 

Αποζημίωση

  • Για το υπολογισμό της αποζημίωσης, λαμβάνεται υπόψη η τρέχουσα αξία του κινδύνου ή των κατεστραμμένων εξαρτημάτων του.
  • Δασμοί, εισφορές και λοιπές υποχρεώσεις σε τρίτους, συνυπολογίζονται στην ασφαλισμένη αξία του οχήματος, ακόμα και στην περίπτωση που ο ασφαλισμένος απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής τους.
  • Ο ασφαλισμένος υποχρεούται να θέσει το συντομότερο στην διάθεση της εταιρίας το όχημα για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης ( δεν δικαιούται να προβεί ο ίδιος σε αποκατάσταση της ζημίας). Τα έξοδα, τέλη εξόφλησης της αποζημίωσης, βαρύνουν τον ασφαλισμένο και τόκοι υπερημερίας δε λογίζονται σε βάρος της εταιρίας. Εξαίρεση σ’ αυτό αναγνωρίζεται στην περίπτωση καθυστέρησης καταβολής αποζημίωσης από υπαιτιότητα της εταιρίας.